Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Ποιος είναι; Τόλης Νικηφόρου; τρέχα γύρευε ! ...

      
                                                                            

2.7.77

      Φίλε κύριε Τόλη Νικηφόρου,

είναι σκληρή και  βέβαιη  δοκιμασία της ποιότητας κάποιων γραφτών το να καταφέρνουν αυτό που κατάφεραν σήμερα σε μένα τα δικά σου του Αλμπατζάλ.  Συγκεκριμένα, είχα τα χειρότερο κέφι του κόσμου, αηδιασμένος από αισθήματα διάλυσης, αποσύνθεσης, σήψης, αποφοράς ανυπόφορης αυτού του θανάσιμου κόσμου γύρα μας – και μαζί βαρύ κεφάλι (και κακός καιρός συνάμα, συννεφιά) – κ’ είπα, βέβαιος πως θα χάλαγα περσότερο μ’ αυτά το κέφι μου, αλλά έτσι αυτοσαδιστικά που φερνόμαστε καμμιά φορά στον «κακό» εαυτό μας, να διαβάσω καμπόσα απ’ τα «για διάβασμα» βιβλία, ποιητικά και άλλα, που μου στέλνουν όσοι γράφουν, κ’ είναι, όπως καταλαβαίνεις, τα συντριπτικά περσότερα πάντα για πέταμα, κι άντε να τα διαβάζηςς τώρα αυτά τ’ ασύστατα και με τόσο κακό κέφι ! Κι αφού «καθάρισα» 5-6 έτσι ανάξια ψευτοποιητικά και κενά πεζά, έπεσα τυχαία στο δικό σου, και στο ξώφυλλο που δεν λέει πολλά πράγματα – «ου, τώρα!» λέω, «τι τρίχες θα λέη τώρα και τούτος ! ποιος είναι; Τόλης Νικηφόρου; τρέχα γύρευε ! …» Και να που σε μιαν ώρα φώναζα τους δυο γιους μου να τους διαβάσω, και μιάμιση ώρα τώρα τους διάβαζα των τριών μου (και της γυναίκας μου) τα πάρα πολύ καλά γραφτά σου – επαναλαμβάνω : τα πάρα πολύ καλά! Και βρίσκω να μου ‘χης σαρώσει  και το κακό κέφι, και το βαρύ κεφάλι και όλα ! … «Α, γεια στα χέρια σου, άνθρωπε, που έχ εις  μέσα σου  πράγματα να πης, και δεν κοροϊδεύεις, καθώς χιλιάδες γύρω μας ! .. 

  Και λυπάμαι, που με τόσα που με κρατούσαν καιρό τώρα, είχα και το δικό σου το βιβλίο βάλει ε κεί στο ράφι του καλοριφέρ μου, με την πρόθεση «να τα διαβάσω βέβαια, αλλά όποτε δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω», κ’ έτσι άργησα κάπου οχτώμισυ μήνες από τότε που μου τα ‘στειλες (καθώς βγαίνει απ’ την αφίσα σου που κράτησα: 19-11-76), όταν σου ‘στειλα κάτι φυλλάδια, λέγοντάς σου  πως «έλαβα» και «θα διαβάσω».                                                                                                                                                                                                               
Κρίμα που ‘σαι στη Θεσσαλονίκη, και δε θα βρεθή εύκολα ευκαιρία να σε δω από κοντά. Πάντως στείλε μου σε παρακαλώ ό, τι άλλο έχεις βγάλει, ή και ανέκδοτά σου (κρατώντας όμως πάντα αντίγραφο). 
Εκείνο που μπορώ να σου πω είναι : 1) Ότι γενικά, όλο σου το γραφτό, έχει ενδιαφέρον, και δεν κενολογεί. (Ε, ότι υπάρχουν διαφορές κι ότι αλλού «δένει» και κρυσταλλώνει «μορφές«, να πούμε, διηγηματικές , κι αλλού όχι – ε, φυσικό είναι, σε κάθε ζωντανή συνείδηση με το λόγο της. 2) Ότι θα ‘πρεπε να προσέξεις παραπάνω κάπως τη στίξη σου, τα τυπικά «βοηθητικά» του λόγου σου που είναι μεν «απλός» σα λόγος καθαυτός, δεν είναι όμως τόσο «απλά» τα όσα εκφράζει και θέτει σε κίνηση. Δυσκολεύεται δε στο διάβασμα ο δέκτης που πρωταντικρύζει το γραφτό σου, ακριβώς γιατί τα δίνεις έτσι, (τελείως χωρίς βοηθητικά διακριτικά) όλα στη σειρά, σιδηρόδρομο. Για κοίταξέ το αυτό. Δεν σου λέω να φορτώσεις το λόγο σου με όσα από υπερβάλλουσα «σχολαστικότητα» παραφορτώνω εγώ τον δικό μου, αλλά μη βαυκαλίζεσαι κα με την ιδέα πως αφήνοντας τελείως αβοήθητο τον αναγνώστη θα σε «εισπράξη» μόνος του καλύτερα. Ο λόγος σου, στην ουσία του, δεν είναι καθόλου «απλή υπόθεση». Και φτάνει που δυσκολεύει η απλή μορφή του ακριβώς, που δεν υποψιάζει – κατά σύστημά σου «δεν υποψιάζει» - για τα βάθη που κινούνται από κάτω. Δεν πρέπει, νομίζω, να δυσκολεύης και παραπάνω μ’ αυτή τη «χύμα» -«απλή»- γραφή κιόλας! 3) Πάντως κράτησα σαν ανθολογίσιμα, κατ’ αρχήν τα εξής σου: Αλμπατζάλ – έχοντάς του βάλει έναν σταυρό – Μια ηρωική πράξη – πάλι έναν- Πέντε εκδοχές – πάλι έναν (αν και το βρίσκω κάπως «παιγνίδι») – Η μεγάλη απόφαση – μ’ ενάμισυ σταυρό (έτσι, με σταυρούς σημειώνω πρόχειρα τις κρίσεις μου για ό, τι βρίσκω κατ’ αρχήν καλό) –, έπειτα έχω τραβήξει γραμμή στο περιθώριο των καλών σελίδων 43-45, του Άγχους στο Δυτικό Λονδίνο, και βρίσκω, φυσικά, πάρα πολύ καλόν όλον τον Κύκλο σου, κυριώτατα όμως το Τρεις σε μια βάρκα , που του ‘χω βάλει δύο σταυρούς, και τον ομώνυμο με τον    Κύκλο, που του ‘χω βάλει δυό επίσης (αλλά προτιμώ το Τρεις σε μια βάρκα).
Επειδή ξέρω πόσο αγωνιά κανείς αν πράγματι «δίνη» με το γραφτό του εκείνο που τον τυραννάη από μέσα του  να δοθή, και τι άθλιες και ψεύτικες «κρίσεις» μαζεύει και χάνει τον μπούσουλα, γι’ αυτό θέλω να σε βεβαιώσω άλλη μια φορά, πως σπάνια βρίσκω κάτι καλό τα τελευταία χρόνια απ’ τα γραφόμενα,  και μάλιστα τα πεζά, γιατί κοροϊδεύουν οι πλείστοι και δεν έχουν πράγματι τίποτα να πουν. (Μου μοιάζουν παίκτες «Προ-πο», που αραδιάζουν ό, τι τους κατέβει με τη σκέψη: «Πού ξέρεις; Κι αν κάτι πιάσω, κάτι βγή;» Και ανόητοι , βέβαια. Αλλά έλα που οι δύστυχοι δεν το ξέρουν πως  φαίνεται  αυτό  σ’ όποιον «ξέρει τη δουλειά» ή έχει πράγματι ο ίδιος να πη! ..)

Τέλοσπάντων, σ’ αφήνω – και συνέχισε έτσι, χωρίς ν’ ακούς γύρω σου τις τρίχες που μας κατακλύζουν. Σε βεβαιώνω πως καλός είσαι – και κοίτα μη χαλάσης! (δεν ξέρω και πόσω χρονών είσαι, και τι κάνεις, τι δουλειά … Γράψε μου, αν θες).

                                         Μ’ όλη μου την εκτίμηση

                                                   Ρένος