Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

«κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ» - η ερωτική ιστορία ενός ποιήματος

(πίνακας: Ντίνος Παπασπύρου)

Πολλά από τα ποιήματά μου δεν είναι απλές εμπνεύσεις της στιγμής, έχουν τη δική τους ιστορία. Μια ιστορία συχνά ερωτική και σχεδόν πάντα λυπημένη, αφού εγώ δεν ξέρω χαρούμενες ιστορίες. Δεν ξέρω καν αν υπάρχουν χαρούμενα ποιήματα.

Όπως λοιπόν «το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί», έτσι επιλέγει και τον χρόνο που η ιστορία του θα αναδυθεί στην επιφάνεια. Για λόγους μυστικούς και ανεξιχνίαστους. Με εμένα βέβαια ως αφηγητή, αναπόφευκτα εμένα. Και με λίγα λόγια. Παρόλο που θα μπορούσε να γραφτεί ένα μεγάλο διήγημα ή ακόμη και μυθιστόρημα.

Η Σιμόνη ήταν ο εφηβικός μου έρωτας. Ο έρωτας στα 18 μας χρόνια. Εγώ είχα μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και εκείνη θα πήγαινε στην έκτη τάξη. Ένας έρωτας που άρχισε στις αμμουδιές της Αγίας Τριάδας το καλοκαίρι του 1957 και συνεχίστηκε επί σχεδόν δύόμιση χρόνια στα πάρκα, στη νέα παραλία, στις ερημιές της Θεσσαλονίκης.

Την αγαπούσα τη Σιμόνη. Με όλο το πάθος, με όλη την απελπισία, με όλη την αδεξιότητα της ηλικίας μου. Είμασταν όμως και οι δύο πολύ νέοι, σχεδόν παιδιά, η κοινωνία ήταν συντηρητική και οι οικογένειες αυστηρές, οι συνθήκες δύσκολες και το μέλλον εντελώς αβέβαιο. Έτσι αναγκάστηκα να διακόψω την αναβολή΄λόγω σπουδών για να υπηρετήσω τη θητεία μου στον στρατό.

Τους πρώτους μήνες τα γράμματα της Σιμόνης ήταν σχεδόν καθημερινά και φλογερά, με τον καιρό όμως αραίωσαν και έγιναν κάπως τυπικά. Ιδίως όταν εγώ περνούσα τη σκληρή εκπαίδευση στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στο Ηράκλειο. Κάτι λοιπόν μου έγραψε εκείνη για χορούς και διασκεδάσεις, κάτι της απάντησα εγώ εκνευρισμένος από τα καψόνια της σχολής, το αποτέλεσμα ήταν να χωρίσουμε δι' αλληλογραφίας. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται.

Όταν γύρισα στη Θεσσαλονίκη, περίπου δυο χρόνια αργότερα, της έκανα ένα διστακτικό τηλεφώνημα, ουσιαστικά όμως δεν επιδίωξα να τη δω για να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση. Και ακολούθησαν όλα όσα φέρνει η ζωή.

Ακολούθησαν 40 χρόνια χωρίς ποτέ να συναντηθούμε. Αν και, με εξαίρεση τα πέντε δικά μου χρόνια στην Αθήνα και το Λονδίνο, ζούσαμε και οι δύο στο κέντρο της ίδιας πόλης. Κάποιος μου είπε ότι η Σιμόνη είχε παντρευτεί, ότι έκανε παιδιά. Είχα φυσικά κι εγώ παντρευτεί με τη Σοφία στο Λονδίνο.

Μια νύχτα λοιπόν, εντελώς απροειδοποίητα μετά 40 χρόνια, είδα τη Σιμόνη στ' όνειρό μου. Περπατούσαμε, λέει, στον δρόμο όπως παλιά κι είχα το χέρι μου περασμένο στους ώμους της όπως παλιά, και την αγαπούσα όπως παλιά. Ξύπνησα με μια φοβερή αίσθηση νοσταλγίας. Και κάθισα και της έγραψα το παρακάτω ποίημα.

κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ

δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά,
και κάτω απ' τις κραυγές των γλάρων το ωδείο.
στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα
κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας.
κάποτε φάνηκες
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες.
στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις
κι ύστερα έφυγες
κι όσο χρόνο το χρόνο στο βάθος σβήνεις
τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου
μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα
πως είσαι δεκαοχτώ χρονώ
κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα
πηγαίνεις στο παλιό ωδείο
σε λεν Σιμόνη
κι αγαπιόμαστε τρελά

Το ποίημα αυτό εντάχθηκε στη συλλογή Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, 1999. Λίγο αργότερα εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων μου Νόστος, 2000, για τα χρόνια του σχολείου. Έψαξα λοιπόν και βρήκα το τηλέφωνο της Σιμόνης και της τηλεφώνησα. Για να της στείλω το βιβλίο. Και για να ακούσω τη φωνή της. Ούτε η δική της είχε αλλάξει, ούτε η δική μου. Εγώ όμως θέλω να σε δω, της είπα. Κι εγώ θέλω να σε δω, απάντησε εκείνη.

Συναντηθήκαμε λοιπόν. Συναντηθήκαμε, ήπιαμε καφέ και θυμηθήκαμε τα παλιά. Συγκινηθήκαμε και οι δύο, ίσως δακρύσαμε. Για τα όνειρα της εφηβείας μας και για όσα δεν είχαν γίνει ποτέ πραγματικότητα. Εγώ πάντα σ' αγαπώ, της είπα τότε. Κι εγώ σ' αγαπώ, μου απάντησε, πώς θα μπορούσα να μην σ' αγαπώ.

Συναντηθήκαμε μερικές φορές ακόμη. Και είπαμε πολλά για τα παλιά και άλλα τόσα για τα καινούρια. Όπως δυο παλιοί αγαπημένοι. Με μια τρυφερότητα και μια νοσταλγία στα μάτια. Και η ζωή ξαναπήρε τον δρόμο της. Ίσως ο πιο ωραίος επίλογος στην ιστορία μας να ήταν αυτό που συνέβη στην Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης μερικά χρόνια αργότερα.

Ήταν μια ομαδική ποιητική εκδήλωση στην κατάμεστη Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη. Όταν ήρθε η σειρά μου, σηκώθηκα και διάβασα το «κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ». Κι όταν έφτασα στους στίχους «.. κι όσο χρόνο τον χρόνο στο βάθος σβήνεις, τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου ...» ακούστηκε ένα μακρόσυρτο ααααααααχχχ από τους ακροατές στην αίθουσα και ακολούθησαν χειροκροτήματα.

Χειροκροτήματα ίσως για την αιώνια χαμένη αγάπη που παραμένει ζωντανή στις καρδιές όλων μας.