Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Κασταλία πηγή, η ιστορία ενός ποιήματος



«Όμως κι εμείς κάποτε υπήρξαμε παιδιά του παραδείσου.
Μπορείτε να το διαπιστώσετε από το ελάχιστο γαλάζιο
που απομένει στο βάθος των ματιών μας.»
                                                                            Νόστος, 2000




             Στα τρία του χρόνια τον πήγαινα στον παιδικό σταθμό της περιοχής μας, το πρωί πριν φύγω για το γραφείο. Μόλις τον έβλεπε να έρχεται από μακριά, ένα κοριτσάκι έτρεχε και του τραβούσε ένα φιλί στο μάγουλο. Δυο χρόνια αργότερα, η νηπιαγωγός στο Ανατόλια τον ρώτησε «θέλεις να γίνεις το παιδάκι μου;». Και στη έκτη τάξη του Μαντουλίδη  οι συμμαθήτριες του έγραψαν στο άλμπουμ «στο πιο γλυκό παιδί της τάξης».
          Τα τραύματα που είχα αποκομίσει από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια και η αίσθηση ότι ήμουν σημαδεμένος από τη μοίρα, με είχαν κάνει να αποφασίσω να μην αποκτήσω παιδιά. Για να μην τους μεταβιβάσω τα δικά μου γονίδια της δυστυχίας. Με τον Νίκο όμως στη ζωή μας, όλα άλλαξαν ως δια μαγείας. Εξαφανίστηκαν τα κατάλοιπα της κατάθλιψής μου, έγινα πιο υπεύθυνος, άρχισα να χαμογελάω πιο πολύ. Πιστεύω ότι το παιδί μας με έκανε καλύτερο άνθρωπο, σαν να είχα εξαγνιστεί στα νερά της Κασταλίας πηγής, και άρχισα να του γράφω ποιήματα, παραμύθια, διηγήματα. Το παραμύθι Νόσιλκα, 1989 είναι αναγραμματισμός του Νικόλας.



γαλάζιο σύννεφο
μικρό πουλί
δώρο της τύχης και της άνοιξης
σαν ινδιάνος ονομάζω το παιδί μου

ζεστή φωτιά
αρκούδος γούνα απαλή
ανθισμένο καλύβι
σ' ένα κόσμο ερημιάς
σαν εσκιομώος ονομάζω το παιδί μου

πρωινή δροσιά του χόρτου
φτερουγίζει στο μέτωπό του
η ανάσα του σαν κόκκινο μπαλόνι
υψώνει επίκληση στον ουρανό
με δέος η απεραντοσύνη
αγγίζει τα δυο του χρόνια

κι εγώ ισοβίτης από τοίχο σε τοίχο
τα βήματα μου που μετρούσα
λούζομαι τώρα στις μυστικές του λέξεις
με τα νύχτα στην πέτρα
ζωγραφίζω το φως



          Μια από τις βασικές πηγές έμπνευσής μου είναι η αθωότητα.  Η αθωότητα  που επιβιώνει και λάμπει μέσα σε μια άγρια κοινωνία, η αθωότητα ως καταγωγή και όνειρο, η αθωότητα ως ουτοπία. Κάθε πλάσματος η αθωότητα , ιδίως βέβαια των παιδιών, που την εκφράζουν με τρόπο ιδανικό. Με θέλγει   και με συγκινεί η αθωότητα, νιώθω ευάλωτος, ανυπεράσπιστος μπροστά της. Και φορτισμένος, έτοιμος να γράψω.
     



Βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως

μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα
και ζεστούς σκούφους
φορώντας τις μαγικές τους μπότες
βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως
κάθε πρωί εισπλέουν
στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
 οι άγγελοι που δεν γνωρίσαμε
σαν μπίλιες απ’ τις τσέπες τους
στο χώμα απλώνουν
όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού
μας δείχνουν τον θεό
που δεν πιστέψαμε
σκορπίζουν στον αέρα θαύματα
που δεν αξίζουμε
με μιαν ανάσα τους στηρίζουν
την ετοιμόρροπη ζωή μας




         Και η ανταμοιβή μου είναι ότι συχνά μου χαμογελάνε τα παιδιά.  Σαν   να το καταλαβαίνουν, μου χαμογελάνε τα παιδιά στα καροτσάκια, τα παιδιά στο χέρι της μαμάς τους, τα παιδιά στο σχολείο. Και όχι μόνο τα μικρά αλλά και τα παιδιά στα γυμνάσια και τα λύκεια, όπου με καλούν να μιλήσω και να απαντήσω στις ερωτήσεις των μαθητών. Τι πλούτος !



Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί ...η ιστορία ενός ποιήματος




Μεγάλωσα σ’ ένα διαμέρισμα της Αγνώστου Στρατιώτου με τις ιστορίες που μου έλεγε ο μπαμπάς για την πατρίδα. Τη δική του πατρίδα που, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, κατέληξα να τη νιώθω και δική μου. Σαν τον χαμένο παράδεισο οικογενειακής θαλπωρής, πλούτου αλλά και αθωότητας. Πατρίδα του ήταν το Σαλιχλί, οι αρχαίες Σάρδεις της Μικράς Ασίας, και σε μικρότερο βαθμό η Σμύρνη, όπου ο πατέρας είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή, ένα από τα δύο μεγάλα σχολεία του ελληνισμού στην Τουρκία μαζί με τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη. 
         Ιστορίες για την πατριαρχική οικογένεια με τα 13 παιδιά, με τον λόγο του πατέρα νόμο και συμβόλαιο, με τη μητέρα αρχόντισσα του σπιτιού και τον μεγάλο γιο να χειρίζεται όλα τα θέματα της καθημερινότητας. Όπως τότε που κάλεσε ο δάσκαλος τον κύριο Μανώλη στο σχολείο για να του πει ότι ο Νίκος  τα έπαιρνε τα γράμματα αλλά ο μεγαλύτερός του  Αριστείδης τον έβγαζε από τη γραμμή για να πάνε να παίξουν στα γιαπιά. Φώναξε λοιπόν ο Μανώλης  τον Αριστείδη και τον ρώτησε: «Τι θέλεις, βρε, πρόβατα ή γράμματα;». «Πρόβατα», απάντησε ο Αριστείδης. «Ε, τράβα στα πρόβατα και άσε το παιδί να μάθει γράμματα». Τόσα απλά και ξεκάθαρα ήταν τα πράγματα τότε.   

         Ιστορίες, ατέλειωτες γοητευτικές ιστορίες, αργότερα τραγικές.Ιστορίες για την πατρίδα που συνεχίστηκαν και τελείωσαν με την προέλαση του ελληνικού στρατού ως την Αλμυρά Έρημο και, αργότερα, με την καταστροφή, κατά την οποία η Ανεξάρτητη Μεραρχία δεν παραδόθηκε αλλά διέσχισε πολεμώντας τα 600 χιλιόμετρα από τα βάθη της Φρυγίας ως τα πλοία που την περίμεναν στο Δικελί. Μαζί και ο λοχίας του πυροβολικού από το Σαλιχλί. 
         Όλα αυτά και πολλά άλλα, που συνήθως μου εξιστορούσε ο πατέρας μου για να κοιμηθώ,  είχαν προσλάβει μέσα μου τις διαστάσεις του ονείρου και του μύθου, έως ότου ένα φιλικό ζευγάρι μου χάρισε τους τέσσερις τόμους του ιστορικού μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη, Τα παιδιά της Νιόβης, και τα είδα να επιβεβαιώνονται, να διευρύνονται και να αναδεικνύονται στο βιβλίο του λίγο νεώτερου συμπατριώτη του πατέρα μου.

Κάποια στιγμή  αναδύθηκε από μέσα μου το ποίημα «Δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί». 



εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου
εκεί ξεψύχησε ο παππούς μου
όμως εγώ
δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί

τα τραίνα όταν σφυρίζουν στον σταθμό
φωνές και γλώσσες μυστικές
δεν άκουσα
το αιωνόβιο επιφώνημα των δέντρων
από τις χαραμάδες της αυγής
τα χόρτα όταν νοτίζουν το αρχαίο λιθόστρωτο

κορίτσια με πολύχρωμα φορέματα
δεν είδα
δεν αγάπησα
τη γειτονιά να αχνίζει μες στο σύθαμπο
ένα λευκό κοπάδι τ' ουρανού
το απέραντο γαλάζιο να ξεφτίζει                                                                                                                                    
δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί  
δεν πήγα και δεν έφυγα
ποτέ μου δεν ανάσανα το χνώτο του
γιορτάζουν όμως μέσα μου 
μεθυστκά οι ψυχές 
οι μακρινές του μουσικές 
τα φώτα                                                                                                                                        



Μετά την καταστροφή το 1922, ο πατέρας μου  ήρθε πάμπτωχος στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκε σκληρά, έβγαλε λεφτά, αγάπησε, παντρεύτηκε,  χώρισε, δυστύχησε, έζησε  πενήντα χρόνια, δεν θέλησε όμως ποτέ για λίγο να ξαναγυρίσει στη μικρή πολιτεία, στο χώμα που τον είχε γεννήσει.  Έτσι εκείνος έμεινε για πάντα με τη νοσταλγία για μια πατρίδα που γνώριζε καλά ενώ  εγώ με τη νοσταλγία  μια πατρίδα που ποτέ δεν γνώρισα.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα ...Η ιστορία ενός ποιήματος





Περαία, Μπαχτσέ Τσιφλίκι ή Νέοι Επιβάτες, Αγία Τριάδα. Τα τρία ψαροχώρια απέναντι στον κόλπο, όπου πολλές οικογένειες της πόλης έκαναν τις διακοπές τους τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 1950 και αργότερα. Σε κάποιο νοικιασμένο δωμάτιο ή, συνηθέστερα, σε μεγάλη σκηνή δίπλα στον χωματόδρομο λίγο μετά τα σπίτια του χωριού. Η ξύλινη εξέδρα με τα σιδερένια υποστηρίγματα και στα τρία χωριά προχωρούσε αρκετά βαθιά μέσα στη θάλασσα για να πιάνουν τα ψαροκάικα και, κυρίως, τα βαποράκια που έρχονταν από τη Θεσσαλονίκη, η Λευκή,η Ευδοκία, ο Ποσειδών και άλλα. Εξέδρα εξαιρετικά κατάλληλη βέβαια και για βουτιές.   
      Όταν λοιπόν στεκόσουν κάπου στην εξέδρα και κοίταζες κάτω τη θάλασσα με την ανεπαίσθητη ροή της προς την αμμουδιά, είχες την αίσθηση ότι η εξέδρα προχωρούσε προς τα βαθιά. Η αίσθηση αυτή αναδύθηκε για να εκφράσει τη ζωή μου προς τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, το μεγάλο ποίημα με τίτλο   «Οι άταφοι».                       
        Η δεκαετία του 1960 ήταν σίγουρα μια περίοδος εξαιρετικά ενδιαφέρουσα με διάφορα σημαντικά πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά γεγονότα, όπως η δικτατορία στην Ελλάδα και ο Μάης του 1968 στη Γαλλία, η μόδα και τα μουσικά συγκροτήματα στην Αγγλία, εγώ όμως τα πρώτα χρόνια της, μετά τα οικογενειακά προβλήματα και τις περιπέτειες των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, ένιωθα να είχα καταλήξει σε μια αποπνικτική ρουτίνα μέσα στο συντηρητικό περιβάλλον της γενέθλιας πόλης. Οι τυπικές καθημερινές κινήσεις  στον περίγυρο, οι αιώνιες υποκριτικές σχέσεις, το καταπιεστικό καθεστώς και η εξοντωτική μονοτονία της δουλειάς μου στη τράπεζα, με έκαναν να αισθάνομαι ότι οι κάτοικοι της πόλης κάθε άλλο παρά ζωντανές οντότητες ήταν. Χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου.  
        Κάπως έτσι αναδύθηκε στη επιφάνεια η ανάγκη μου να γράψω το μεγάλο ποίημα «Οι άταφοι» την άνοιξη  και το καλοκαίρι του 1966. Και να πώς τελείωνε το ποίημα:

      ένα σιδερένια καράβι
      την πλατεία μας περιμένει

καρφωμένο 
με λεπρούς ναύτες χωρίς μάτια
αμίλητοι θα ταξιδέψουμε
η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα 
αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κόνησης

       Ποτέ άλλοτε δεν διαψεύστηκα τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Λες και είχα θίξει την ίδια τη ζωή, που βάλθηκε να μου αποδείξει το αντίθετο, να μη με αφήσει καθόλου να πλήξω. Αλλαγή δουλειάς στη Θεσσαλονίκη, γνωριμία μου και κοινή ζωή με τη Σοφία, κάθοδος στην Αθήνα, δικτατορία, νέα εργασία και ζωή στο Λονδίνο, συναρπαστική πρωτεύουσα του κόσμου, ταξίδια σε πολλές χώρες, πρώτα πολιτικός και μετά θρησκευτικός γάμος, αποξένωση, κατάθλιψη και κρίσεις πανικού, επιστροφή στην Ελλάδα, παράνομη επίσκεψη των γονέων της Σοφίας στη Ρουμανία, θάνατος του πατέρα μου, γενική επιστράτευση και κατάρρευση της δικτατορίας, μεταπολίτευση και μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης. Και τόσα και τόσα άλλα. Και όμως. Μέσα από τις τόσες δραστηριότητες μου, επαγγελματικές, πολιτικοκοινωνικές και λογοτεχνικές, και χίλιες δυο περιπέτειες, η αίσθηση του τέλματος αναδυόταν ακέραια. Όπως αποδείχτηκε πολύ αργότερα στο ποίημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο», 1999.

σε ακύμαντα νερά




καθώς η θάλασσα έρρεε προς την αμμουδιά                     η σκάλα με τα βαποράκια απτόητη                           
προχωρούσε στ’ ανοιχτά                                                                                              ξεχείλιζε στις κουπαστές ο κόσμος                                                  κι εγώ από τις χαραμάδες                                 βυθιζόμουνα σε ακύμαντα νερά             
παξέ Τσιφλίκι μήνα καλοκαιρινό                            
λι ενώ μακριά αχνά χαμογελούσε η πόλη
και πίσω μου αντηχούσαν μουσικές



       Ίσως να ήταν  η απώλεια στα παιδικά μου χρόνια, η αίσθηση του ανικανοποίητου και της ματαιότητας, το κενό εκείνο στην ψυχή μου που δεν γεμίζει. Ίσως πάλι να πρόκειται για κρίσεις προσωρινές πριν την αναπόφευκτη επάνοδό μου στην κανονική ζωή, αν κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει για μένα. Το μυστήριο που ονομάζεται ποίημα τα γνωρίζει όλα αυτά. Τα γνωρίζει καλύτερα από μας. Κι όταν κρίνει ότι έχει έρθει η ώρα, τα εκφράζει με τον δικό του τρόπο.