Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα

                                                 Θόδωρος Παπαγιάννης, Μάθημα στην τάξη





Πολύ παράξενη αίσθηση, ένα αληθινό μυστήριο! Διερωτάσαι πώς μπορεί να σου συμβαίνει κάτι τέτοιο και δεν υπάρχει απάντηση.  Εννοώ  τη λάμψη από το πουθενά, την ξαφνική παρόρμηση να γράψεις, να γράψεις ένα ποίημα, το ποίημα που σύντομα αναδύεται  περίπου αυτούσιο. Χρειάζεται μόνο μια    ματιά, αφαίρεση δυο-τριών περιττών λέξεων, ίσως μια αντιμετάθεση στίχων, κάτι λίγο τέλος  πάντων ανάλογα με   την περίπτωση. 
         Και μένεις με την αίσθηση ότι κάτι ή κάποιος άλλος σου το έχει υπαγορεύσει και ότι εσύ απλώς το καταχώρισες. Μένεις με  την εκφόρτιση και την εξάντληση, λες και τραβούσες κουπί ώρες ολόκληρες, με μια αίσθηση εκπλήρωσης  και πάντα με την  απορία. Την απορία του διάμεσου, του μέντιουμ ! Μα εσύ δεν πιστεύεις σ’   αυτά τα πράγματα,  ή τουλάχιστον δεν πίστευες.
         Έχει προηγηθεί μια άλλη συνειδητοποίηση βέβαια. Ότι όλα όσα διαθέτεις, η κλίση και οι ικανότητες, τα θετικά αλλά και τα αρνητικά στοιχεία, σού έχουν δοθεί. Κάτι σαν χάρισμα, σαν δωρεά, ίσως και τιμωρία. Και ότι τα θετικά σου δόθηκαν με την απαράβατη εντολή να τα καλλιεργήσεις. Να αφοσιωθείς μια ζωή για να τα αναπτύξεις, να τα αξιοποιήσεις και να δικαιώσεις τη φύση, το οτιδήποτε είναι εκείνο  που σου τα χάρισε. Και να κερδίσεις για ανταμοιβή, μια αίσθηση εκπλήρωσης, την αίσθηση ότι δεν δουλεύεις αλλά δημιουργείς εκείνο  στο οποίο είσαι ταγμένος.             Αν, μάλιστα, στην όλη αυτή πορεία, καταφέρεις να κερδίζεις και το ψωμί μου, κάνοντας αυτό που σου   αρέσει, τότε είσαι πραγματικά τυχερός. Η συνέπειά σου ανταμείβεται με την απαλλαγή σου από τη δουλεία του βιοπορισμού.                                                                                                                     
        Όταν λοιπόν αναγνώρισα  αυτή την αλήθεια βαθιά μέσα μου, την υπαρξιακή αυτή αλήθεια, κάθισα ένα βράδυ στη συνηθισμένη θέση μου, στη γωνιά δίπλα στη μεγάλη βιβλιοθήκη κι έγραψα, σαν έτοιμο από καιρό, το παρακάτω ποίημα.

είμαι όσα μου δόθηκαν

είμαι όσα μου δόθηκαν,
μια στάλα κόκκινο στο απέραντο του μπλε,
ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα.
ήχους του κάποτε στον άνεμο σκορπίζω,
με το δικό μου όνομα
γράφω για τον δικό σας πόνο,
που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας.
δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ,
γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν,
γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι.
τώρα απομένει να επιστρέψω
εκεί που κάποτε ξεκίνησα,
να επιστρέψω εκεί που οφείλω
το εγώ που είμαι
και που ποτέ δεν γνώρισα

        Ένα ακόμη αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης αυτής ήταν να εξαλείψει μέσα μου κάθε ίχνος έπαρσης. Και να εντείνει την αίσθηση του χρέους. Αν πιστεύεις ότι σου δόθηκε κάτι παραπάνω, κάτι ιδιαίτερο, τότε είσαι προνομιούχος. Παρά τα όσα υπέφερες στη ζωή. Και οφείλεις αυτό το προνόμιο  όχι μόνο να εργαστείς σκληρά για να το αξιοποιήσεις αλλά και να το κάνεις κοινό κτήμα. Να το μοιράσεις σε όσο περισσότερους μπορείς.   
          Ο προβληματισμός αυτός συνεχίστηκε υποσυνείδητα τα επόμενα χρόνια.  ενώ αναδυόταν  κατά διαστήματα στην επιφάνεια, κυρίως σε ποιήματα. Αυτή η επίδραση,  η καθοδήγηση, δεν μπορεί παρά να είναι ισόβια. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από          αυτό που σου δόθηκε, να ξεφύγεις από αυτό που είσαι. Έτσι  λοιπόν, μερικά χρόνια αργότερα, η ποιητική μου έκφραση έγινε πιο συγκεκριμένη. Μερικά  χρόνια αργότερα, η συνειδητοποίηση ολοκληρώθηκε με το ποίημα «μια κιμωλία στον μαυροπίνακα».


ξαναδιαβάζω τα ποιήματα μου
χρόνια μετά βυθίζομαι στα χρώματα
στη μουσική των λέξεων
έκθαμβος διακρίνω να αναδύονται
γρίφοι και αινίγματα
εκστατικά φωνήεντα
που θέλγεται το άγνωστο να μου υπαγορεύει

κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα
αυτά που γράφει ο δάσκαλος στον μαυροπίνακα
μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά
ανάμεσα στα δάχτυλά του

       
         Ολοκληρώθηκε όταν κατάλαβα ότι , μπορεί να μην πίστευα και να μην τηρούσα το τυπικό καμίας θρησκείας, η ποίηση μου όμως ήταν ένθεη. Δεν ξέρω τι είναι θεός. Πώς μπορεί το ελάχιστον να γνωρίσει το μέγιστο; Ξέρω όμως ότι αυτός ο άγνωστος θεός βρίσκεται μέσα μου, Βρισκόταν μέσα μου από την πρώτη στιγμή της ζωής μου. Και ότι έκφρασή του είναι η αγάπη, η οικουμενική, διαχρονική,  ακατάλυτη αγάπη, αυτή που δημιουργεί όλη την τέχνη, λυτρώνει και δικαιώνει τη μάταιη ατομική μας ύπαρξη.