Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Η παλαιά φρουρά δεν παραδίδεται

Αμείλικτα τα πλαγιομετωπικά πολυβολεία του χρόνου  αποδεκατίζουν την παλαιά φρουρά. Από τους 62 συμμαθητές στο γυμνάσιο, έχουν τώρα απομείνει λίγο περισσότεροι από τους μισούς. Μερικοί είναι μόνιμα εγκατεσπαρμένοι σε ξένες χώρες, αρκετοί ζουν στην πρωτεύουσα αλλά βάση της παλαιάς φρουράς παραμένει βέβαια η μητέρα Θεσσαλονίκη. Κάποιοι   δεν έφυγαν ποτέ, πολλοί άλλοι γύρισαν εδώ για πάντα, μετά τις σπουδές τους ή και την εργασία στο εξωτερικό.

         Εδώ και τριάντα τόσα χρόνια λοιπόν,  τέσσερις έως δέκα  από τους μόνιμους κατοίκους της πόλης, μαζί καμιά φορά με επισκέπτες συμμαθητές, συνέρχονται κάθε Κυριακή πρωί, βρέξει χιονίσει, στην καφετέρια Αστέρια του Πανοράματος. Με θέα την πόλη που απλώνεται νωχελικά κάτω, από     το Μεγάλο Καραμπουρνάκι ως το Καλοχώρι, και το αστραφτερό γαλάζιο του Θερμαϊκού με τα σκόρπια πλοία, ενώ στο βάθος υψώνονται οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου.

           Συμμαθητές στο γυμνάσιο από τα δώδεκα, μερικοί  και στο δημοτικό από τα έξι, έχουν φτάσει τώρα ασπρομάλληδες σε ηλικία που πολλοί τους δεν το περίμεναν και κανένας τους με τίποτα δεν το πιστεύει. Και όλοι οι άλλοι θαυμάζουν αυτή την ισόβια  φιλία και απορούν τι λένε κάθε Κυριακή μετον καφέ ή το αναψυκτικό τους. Οι ίδιες οι γυναίκες τους,τα παιδιά τους, οι συγγενείς και οι φίλοι.

           Πριν χρόνια, ο γιος μου με είχε ρωτήσει, «μπορούμε κι εμείς, ρε μπαμπά, όταν φτάσουμε στη δική σας ηλικία, να έχουμε διατηρήσει τη φιλία μας όπως εσείς;» «Αν τιμήσετε τη φιλία σας, αγόρι μου», του απάντησα, «θα την   έχετε για πάντα». Και την τίμησαν με το παραπάνω γιατί κοντά στα σαράντα τους τώρα, παραμένουν πιο πολύ κι από αδέρφια. Ο Νίκος, ο Κώστας, ο Θοδωρής και ο Άρης από το λαϊκό γυμνάσιο και λύκειο της Μαλακοπής, στο θέμα αυτό είναι ίδιοι, ίσως και καλύτεροι από τους παλιούς συμμαθητές του αριστοκρατικού υποτίθεται Κολλεγίου Ανατόλια.

           Ρίχνω μια ματιά τριγύρω, εγώ ο γραφιάς και γραμματικός της παρέας, και βλέπω έναν οικονομολόγο, ένα καθηγητήτου Πολυτεχνείου, ένα μηχανικό με δική του εταιρία, έναν βιομήχανο, έναν άλλο μηχανικό που ζούσε στη Γερμανία και πριν μερικά χρόνια επανέκαμψε, έναν διευθυντή τράπεζας εδώ και στην Κύπρο, έναν διαπρεπή δικηγόρο, έναν καθηγητή του Μετσόβιου που έρχεται κατά διαστήματα από την Αθήνα κι έναν ανώτερο υπάλληλο αεροπορικής εταιρίας. 

         Και γελάω από μέσα μου ! Και απέξω μου καμιά φορά. Γιατί δεν τους βλέπω καθόλου έτσι. Μα ούτε κι εκείνοι τον εαυτό τους. Όχι γιατί είναι πλέον συνταξιούχοι, ομότιμοι ή απλώς απόμαχοι. αλλά γιατί, στην παρέα αυτή τουλάχιστον, έχουν αγκυροβολήσει στα εφηβικά τους χρόνια, έτσι αισθάνονται και έτσι φέρονται και σ’ όποιον γουστάρει. Ασπρομάλληδες έφηβοι που μιλάνε, φωνάζουν και μαλώνουν όπως τότε !!  

          Όχι ότι δεν μας κόστισαν οι απώλειες! Μας κόστισαν  και    πολύ μάλιστα !  Πρώτος είχε φύγει ο Κώστας, που είχε και την ιδέα για τις συγκεντρώσεις αυτές, αρχικά σε καφετέρια  του Σέιχ-Σου μαζί με περπάτημα για λόγους υγείας. Έφυγε ο Τάσος, το υπόδειγμα της λογικής και της δύναμης,  έφυγε ο άλλος Τάσος, το υπόδειγμα ευθύτητας και εντιμότητας, έφυγε και ο τρίτος Τάσος, με το ιδιόμορφο χιούμορ, που είχε περίπου  αμερικανοποιηθεί ! Και οι τρεις φίλοι, συμμαθητές, αδέρφια. Έφυγε ο Δημήτρης μας, ναι, ρε έφυγε! Όχι, δεν θα καθίσω να τους μετρήσω όλους, δεν έχει νόημα, πονάει και πολύ! Γιατί με τα παιδιά αυτά (πάντα παιδιά!), ζήσαμε μια ζωή μαζί, περισσότερα χρόνια απ’ όσα με τους γονείς μας και τα αδέρφια, περισσότερα απ’ όσα με τη γυναίκα και σύντροφο  μας.      

         Ε, καλά, δεν στενοχωριόμαστε εκεί επάνω, περισσότερο γελάμε! Ελεεινολογούμε την πολιτική ζωή του τόπου και τα χίλια δυο στραβά του και, ταυτόχρονα, λατρεύουμε την πατρίδα μας. Όχι, δεν είναι ασυμβίβαστα αυτά τα δύο. Μιλάμε και για ποδόσφαιρο, για στίβο, για μπάσκετ. Για γυναίκες σπάνια πλέον, τι να  πούμε; Για τους χαμένους έρωτες και τα παλιά μεγαλεία; Πονάνε κι αυτά ! Ούτε για το παλιό μας σχολείομιλάμε συχνά. Απλώς χαιρόμαστε ο καθένας την παρέατων άλλων. 

           Η παλαιά φρουρά διαβάζει επιστημονικά βιβλία και συγγράμματα, διαβάζει εφημερίδες και περιοδικά αλλά πολύ λίγο διαβάζει λογοτεχνία. Με κάποιες εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων τον Βύρωνα, τον Λάκη και τον Στέφανο που τα τελευταία χρόνια έχει γράψει μια σειρά βιβλίων για φλέγοντα οικονομικά και πολιτικά θέματα κυρίως. Έτσι, σπάνια ή επιλεκτικά τους μοιράζω τα ποιητικά βιβλία μου και αρκούμαι να εισπράττω τα όποια εγκώμια για τα διηγήματά μου !

           Περιττό να πω ότι με τους σερβιτόρους έχουμε γίνει φίλοι και τα κορίτσια της καφετέριας μας περιποιούνται ιδιαίτερα. Έχουμε το δικό μας τραπέζι και, μαζί με τις παραγγελίες, έρχονται πάντα τυρόπιτες, σπανακόπιτες καικέικ. Κι εμείς φυσικά αφήνουμε το κάτι παραπάνω.

          Αυτή είναι μια γνήσια ανδροπαρέα. γυναίκες δεν χωράνε ανάμεσα μας. Μια φορά είχε κουβαλήσει ο Γιάννης, ώρα του καλή, μια παλιά συμμαθήτρια που, και μόνο με την παρουσία της, χάλασε το όλο κλίμα. Άντε τώρα να προσέχεις τι θα πεις και πώς θα το πεις, να ασκήσεις αυτοσυγκράτηση, να σου έρχεται η βρισιά και να την καταπίνεις. Δεν γίνεται με τίποτα !

          Η παλαιά φρουρά λοιπόν δεν παραδίδεται. Γράφει μετην πράξη της ζωής της το πιο ωραίο ποίημα, το πιο ωραίο λογοτεχνικό βιβλίο. Ίσως κατά κάποιο τρόπο να είναι και ηπιο γνήσια Λέσχη Ανάγνωσης. Γιατί διαβάζει ο καθένας μαςκαι συζητάει το πιο αυθεντικό βιβλίο στην τόσο οικεία περιπέτεια και τις λεπτομέρειες της ζωής των άλλων. Με όλες τις επιτυχίες, τις διαψεύσεις, τα πάθη και τα λάθη τους.   

          Η παλαιά φρουρά δεν παραδίδεται. Πέφτει και θα πέσει ως το τέλος επί των επάλξεων. Γιατί ήδη παίζουμε την παράταση και το ξέρουμε. Γιατί κάθε τόσο ακούμε για μια  νέα απώλεια. Ή κάποιος δεν έρχεται πια την Κυριακή. Λυπάμαι αυτόν που θα μείνει τελευταίος. Να περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα, να ψάχνει μάταια κάποιον άλλο και ξαφνικά η καφετέρια να του φαίνεται τόπος άψυχος και πικρός, ξένος.

          Την ευαρέσκεια τους εκφράζουν την άνοιξη στο μεγάλο μπαλκόνι τα σπουργίτια. Που φτερουγίζουν τριγύρω, χοροπηδάνε στα διαζώματα, τσιμπολογάνε τα ψίχουλα στα τραπεζάκια. Την εκφράζουν κουνώντας καταφατικά το κεφαλάκι ους. Ποιο άλλο πλάσμα θα καταλάβαινε καλύτερα το πρόσκαιρο της κάθε ύπαρξης και την αξία της αφοσίωσης;

          Αν προσέξει κανείς μάλιστα κάπως καλύτερα, τις μέρες που έχει διαφάνεια και ο Όλυμπος στο βάθος φαίνεται να αγγίζει το νερό, θα δει τους θεούς να χαμογελάνε. Λίγο μελαγχολικά. είναι η αλήθεια, αλλά και σαν αναγνώριση μιας θείας ιδιότητας στους θνητούς. Με όλες τις ελλείψεις και τα ελαττώματα μας, ένα θεϊκό χαμόγελο προς το τέλος της παράστασης, δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο.