Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Η περιπέτεια μιας φιλίας

          ωραία μέρα σήμερα

          σαν τίποτα

          τίποτα να μη χάθηκε για πάντα

 

Θα ήταν άνοιξη του 2007 όταν πέρασα μια μέρα προς το μεσημέρι από τη βιβλιοθήκη της Άνω Τούμπας, περίπου τριακόσια μέτρα από το σπίτι μου, για να αφήσω μερικά βιβλία μου. Όταν έφτασε η σειρά μου, διαπίστωσα ότι η βιβλιοθηκονόμος Λυδία ήταν κι εκείνη απόφοιτη του Ανατόλια, νεώτερη φυσικά από μένα, και είχε ήδη ακούσειτο όνομά μου. Μια και δεν περίμεναν άλλοι στην ουρά με βιβλία να παραδώσουν ή/και να δανειστούν, πιάσαμε μιαφιλική κουβεντούλα. Εκεί επάνω, μου είπε ότι ήταν πολύκρίμα που η συνάδελφος της Λένα ήταν απογευματινή γιατίμε είχε ακούσει στα εφηβικά της χρόνια, από τη δεύτερηεξέδρα του Φεστιβάλ της Κ.Ν.Ε., που γινόταν στο Πάρκοτης Νέας Ελβετίας κατά τη μεταπολίτευση. και  ήθελε πολύνα με γνωρίσει από κοντά.

        Πέρασα λοιπόν μια άλλη μέρα από τη βιβλιοθήκη, βρήκα τη Λένα και γνωριστήκαμε πολύ εγκάρδια, εκείνη έψησε τον καφέ και είπαμε πολλά για τις ηρωικές παλιές εποχές και για    τις όχι και τόσο συναρπαστικές νεώτερες. Η Λένα μου φάνηκε ειλικρινής, πολύ δυναμική και δραστήρια, ο τύπος του ανθρώπου που εγώ τουλάχιστον έτεινα να συμπαθήσω αμέσως. Χώρια που ανήκε και στο ζώδιο του Σκορπιού όπως εγώ. Έτσι λοιπόν άρχισα να πηγαίνω τακτικά για καφέ τα πρωινά στη  βιβλιοθήκη και να τα λέμε με τη Λένα. 

         Σύντομα τα πρωινά αυτά μού έγιναν πολύτιμα και η Λένα ολοένα και πιο στενή μου φίλη. Χαιρόμουν μάλιστα που δεν υπήρχε ούτε υποψία ερωτικής έλξης μεταξύ μας  και η φιλία μας ήταν γνήσια και ανόθευτη, η φιλία δύο ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία, έχουν και άλλα κοινά ενδιαφέροντα,  κοινή ιδεολογική τοποθέτηση και μερικές κοινές εμπειρίες. Ενώ, ταυτόχρονα, συμπαθούν και εκτιμούν ο ένας τον άλλο     ως άνθρωπο και ως προσωπικότητα.

           Η Λένα θεωρούσε ότι ήταν καθήκον της να διαβάζει όλα τα καινούρια βιβλία που έμπαιναν στη βιβλιοθήκη για να είναι ενημερωμένη. Συχνά την έβρισκα σκυμμένη πάνω από ανοιχτές σελίδες. Ένα πρωί λοιπόν κατά τις έντεκα που σήκωσε το κεφάλι της για να μου πει καλημέρα και να κάνει τον καφέ, γύρισε προς το μέρος μου και το ξεφούρνισε.

        -Σκέφτομαι να κάνω μια Λέσχη Ανάγνωσης εδώ στη Βιβλιοθήκη, θα με βοηθήσεις;

       - Φυσικά, Λένα μου, θα είναι ωραίο να το κάνουμε αυτό μαζί. Πώς ακριβώς το σκέφτεσαι;

        - Η Κυριακή είναι η πιο κατάλληλη μέρα για τους περισσότερους. Θα έρχομαι το βραδάκι ν’ ανοίξω και θα ανεβαίνουμε στο μακρόστενο πατάρι. Θα διαβάζουμε ελληνικό και ξένο μυθιστόρημα και θα τη συντονίζουμε μαζί. Ξέρω ήδη μερικούς που ενδιαφέρονται, θα βγάλουμε και ανακοίνωση.

         Έτσι κι έγινε. Συγκεντρωθήκαμε μια Κυριακή και βολευτήκαμε τριγύρω στο πατάρι, γνωριστήκαμε, ανταλλάξαμε τις πρώτες απόψεις και συμφωνήσαμε να προτείνει ο καθένας τρία ελληνικά και τρία ξένα μυθιστορήματα, να μπουν αυτά σε δύο πρόχειρες κληρωτίδες και να διαβάζουμε και συζητάμε ελληνικό και ξένο εναλλάξ.

             Τα μέλη ήταν περί τα δεκαπέντε συνολικά, άνδρες και γυναίκες, τριαντάχρονοι ως πενηντάχρονοι και μεγαλύτεροι σαν κι εμένα, αριστεροί και αριστερότεροι, κεντρώοι και κάπως δεξιόστροφοι, με όλες τις οπτικές και τις απόψεις, όλα τα χρώματα και  τα αρώματα, κατά την καθιερωμένη έκφραση. Όλοι πάντως φανατικοί αναγνώστες της λογοτεχνίας. 

         Μπορώ να πω ότι η πρώτη αυτή για μένα Λέσχη Ανάγνωσης  ήταν η πιο πετυχημένη απ’ όλες. Προτείνονταν κάθε είδους μυθιστορήματα και ακούγονταν κάθε είδους απόψεις, υπήρχαν συμπάθειες και αντιπάθειες μεταξύ των μελών χωρίς να προκαλούν άλυτα προβλήματα, βεβαίως και υπήρχαν διαφωνίες, γινόταν έντονη συζήτηση και στο τέλος όλοι φεύγαμε με την προσδοκία της επόμενης συνάντησης.       

           Αν θυμάμαι καλά, η Λέσχη αυτή κράτησε περί τα τρία χρόνια. Όπως όμως όλα έχουν ένα τέλος, ιδίως τα ευχάριστα, μια μέρα ξαφνικά η Λένα μας ανακοίνωσε ότι, με τον Γιάννη Μπουτάρη νέο δήμαρχο, της είχε γίνει πρόταση να αναλάβει τη γραμματεία του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου και φυσικά θα έπρεπε να αποχωρήσει από τη Λέσχη κι εμείς να βρούμε άλλο χώρο γιατί δεν θα ήταν πλέον δυνατόν να ανοίγει τη βιβλιοθήκη την Κυριακή το βράδυ. 

          Δεχτήκαμε με εγκαρτέρηση την ψυχρολουσία, της ευχηθήκαμε καλή επιτυχία στα νέα της καθήκοντα, η Λέσχη φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα στο πατάρι του καταστήματος γυναικείων ρούχων μιας από τα μέλη κι εγώ έχασα τη φίλη μου. Πάει η Λένα, πάνε τα πρωινά καφεδάκια και η κουβεντούλα μας, έχασε και μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντός της η Λέσχη Ανάγνωσης. Προσωρινά, σκέφτηκα και παρηγορήθηκα.

        Μπορώ να πω ότι ήταν πρωτότυπο και  χαριτωμένο  να συζητάμε για μυθιστορήματα ανάμεσα σε κρεμασμένα φορέματα, τα σοβαρά προβλήματα όμως μόλις είχαν αρχίσει. Υπήρξαν αρκετές αποχωρήσεις, υπήρξαν και σοβαρές προστριβές με πρόσθετες αποχωρήσεις. Τα γυναικεία ρούχα    δεν μας άντεξαν για πολύ, παρά τις αγαθές προθέσεις της ιδιοκτήτριας του καταστήματος.  

          Τελικά, όσοι είχαμε μείνει, δεν θυμάμαι πώς ακριβώς, δεχτήκαμε τη γενναιόδωρη πρόταση του βιβλιοπωλείου Μπαρμπουνάκη  να φιλοξενήσει τη Λέσχη μας στον υπόγειο χώρο του, κάπου στη Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αποχαιρετήσαμε λοιπόν το παράταιρο περιβάλλον και, από τις προς τα πάνω σκάλες, οδηγηθήκαμε στις προς τα κάτω και στο τόσο οικείο περιβάλλον των βιβλίων. Και η Λέσχη συνέχισε τη λειτουργία της, κάπως μηχανικά είναι η αλήθεια.

        Δεν ξέρω αν ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου προσδοκούσε αυξημένες πωλήσεις από φανατικούς αναγνώστες της λογο-τεχνίας σαν κι εμάς, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Με αυτά και με άλλα, και αυτή η συνεργασία ατόνησε σταδιακά και βρήκαμε το τελικό φιλόξενο καταφύγιό μας στη Βιβλιοθήκη της Κάτω Τούμπας τη φορά αυτή. Ταυτόχρονα, εγώ ήμουν μέλος και στη Λέσχη Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης Χαριλάου.

         Και τότε εμφανίστηκε και πάλι η Λένα. Μου είπε ότι θα τα κατάφερνε να ξεφεύγει κατά διαστήματα από τα απαιτητικά καθήκοντα της νέας θέσης της και ότι ήθελε να οργανώσουμε μαζί μια Λέσχη Ανάγνωσης Αστυνομικού Μυθιστορήματος. Και Λένα και αστυνομικό λοιπόν ! Ήταν να μην χαρώ ! Ούτε ατμομηχανή δεν θα μπορούσε να σύρει τα αστυνομικά που είχα διαβάσει από τα παιδικά μου χρόνια.                                  

            Την οργανώσαμε λοιπόν και για ένα διάστημα όλα πήγαιναν μια χαρά. Έως ότου η Λένα θέλησε να συζητήσουμε ένα βιβλίο του Μαρτινίδη που ήταν και η συμπάθειά της. Καλός και άγιος ο Πέτρος, ευγενικός, καλλιεργημένος και εύγλωττος, ενδιαφέροντα και τα αστυνομικά του μυθιστορήματα αλλά, ίσως ως πανεπιστημιακός, είχε τη συνήθεια να απαντάει σε  κάθε ερώτηση με μια μικρή διάλεξη.

          Κάποια νεώτερα μέλη της Λέσχης δίπλα μου, με παρακάλεσαν λοιπόν χαμηλόφωνα να ζητήσω να συντομεύει γιατί η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Απευθύνθηκα στη Λένα ως συντονίστρια και έκανα ακριβώς αυτό, όσο το δυνατόν πιο διακριτικά. Η Λένα όμως παρεξηγήθηκε, λες και είχα θίξει κάποια ιερή αγελάδα. 

        -Καλά, αυτοί δεν έχουν φωνή να το ζητήσουν; μου είπε απότομα.

         Πρώτη φορά μου μιλούσε με αυτό τον τρόπο η Λένα και   η έκπληξη ήταν πολύ δυσάρεστη για μένα.

       -Διστάζουν να το κάνουν, δεν το καταλαβαίνεις; Ορίστε, ένας, δύο, τρεις αριστερά μου.

         Ο ίδιος ο Πέτρος έσπευσε να παραδεχτεί ότι είχε μακρηγορήσει και τα πράγματα οδηγήθηκαν σε ένα  μάλλον φυσιολογικό τέλος. Βγήκαμε και φωτογραφία όλοι μαζί. Φαίνεται όμως ότι κάποιο γυαλί είχε ραγίσει.  

          Ακολούθησε την άλλη μέρα μια συζήτηση στο facebook για το θέμα, που έκανε το πράγματα χειρότερα. Ήμουν κι εγώ εκνευρισμένος. της απέδωσα ευθύνες και η Λένα δήλωσε ότι αποχωρεί από τη Λέσχη Ανάγνωσης.

           Εύθραυστη σχέση η φιλία, ιδίως ανάμεσα σε δύο Σκορπιούς. Ακολούθησε ένα διάστημα παγερής σιωπής. Σίγουρα ήμασταν και δύο πολύ στενοχωρημένοι. Δεν ξέρω πόσο καιρό αργότερο, συναντηθήκαμε  με τη Λένα για ένα καφέ. Ανοίξαμε λοιπόν την καρδιά μας, αγκαλιαστήκαμε  και φαίνεται ότι η παρεξήγηση είχε λυθεί οριστικά. Οι αντικειμενικές συνθήκες όμως παρέμειναν οι ίδιες. Εκείνη πνιγμένη στη δουλειά στον Δήμο κι  εγώ με τις δικές μου πολλές ασχολίες.                                        

        Καμιά φορά τώρα, όταν περνάω έξω από τη Βιβλιοθήκη της Άνω Τούμπας, χώρο πλέον ξένο και ψυχρό, νιώθω να με τυλίγει η αύρα εκείνη της παλιάς ζωντανής φιλίας μας, του πρωινού καφέ και της κουβεντούλας μας. Ξέρω βέβαια ότι όσα χάθηκαν, δεν ξαναγυρίζουν πια. Εκείνο όμως που παραμένει ακέραιο  είναι η χαρά μου όταν την ξαναβλέπω έστω για λίγο σε κάποια εκδήλωση. Όταν λέμε δυο κουβέντες, έστω σε κάποιο διάδρομο. Ξέρω τότε ότι θα παραμείνει πάντα στην καρδιά μου, ένας δικός μου άνθρωπος.