Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Κάπως έτσι άρχισαν όλα

 

μαθαίνω μια ζωή την αλφαβήτα

γλιστράω στην επιφάνεια των γραμμάτων

με την παρήγορη ψευδαίσθηση

ότι θα φτάσω στο ωμέγα κάποτε

όπου ενεδρεύει αναπόφευκτα

το ωκεάνιο και πάλι άλφα     

 

Ανέβηκα τις σκάλες και για πρώτη φορά στάθηκα έξω απ’ τη βαριά τζαμόπορτα, κάπως παράμερα. Οι τάξεις των μεγάλων ήταν ερμητικά κλειστές, κανένας δεν κυκλοφορούσε στους διαδρόμους. Δίσταζα. Τελικά, έπιασα το μπρούντζινο πόμολο, έσπρωξα με το χέρι και λίγο με το σώμα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα. Καταϊδρωμένος μετά τη μπάλα, με κάλτσες πεσμένες στον αστράγαλο. Με μελανιές στα καλάμια και τα γόνατα και με τσαλακωμένο παντελόνι.
           Μπήκα στον γαλήνιο χώρο με τα γυαλιστερά τραπέζια και τα ράφια σε ανοιχτό χρώμα ξύλου, με  αθόρυβες καρέκλες. Μου έκανε εντύπωση το φως του ήλιου, αλλού πιο έντονο έως εκτυφλωτικό, με δέσμες που σχημάτιζαν περίεργα ακανόνιστα σχήματα στους τοίχους και το πάτωμα. Κι εκείνη η ιδιαίτερη μυρωδιά από τα έπιπλα και τα βιβλία μαζί με τα αρώματα φυτών και δέντρων που έμπαιναν από τα μεγάλα μισάνοιχτα παράθυρα.
          Τριγύρω σκόρπιοι αρκετοί μεγαλύτεροι μαθητές, κάποια κορίτσια, ένας-δυο καθηγητές. Όλοι καλοντυμένοι, όλοι βυθισμένοι σε χοντρά βιβλία, μερικοί να κρατάνε σημειώσεις σε τετράδια και μπλοκ. Κανείς δεν φάνηκε   να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου. Ξεκίνησα και στάθηκα και περιερ-γαζόμουν με απόλυτη προσήλωση τους πάντες και τα πάντα. Ξεκίνησα και προχωρούσα αργά με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι. Μέσα στην πλήρη αμηχανία μου, ένιωσα να με κατακλύζει κάτι πρωτόγνωρο, κάτι περισσότερο επίφοβο, λιγότερο ηδονικό και απόλυτα ανεξήγητο.
           Παιδί της κατοχής και της Πλατείας Δικαστηρίων, παιδί της γειτονιάς, της μπάλας και των άγριων παιχνιδιών, αναπόφευκτα από τους πιο ζωηρούς της τάξης, είχα ήδη ξεκοκαλίσει χιλιάδες λαϊκά περιοδικά, Και απείρως περισσότερες εφημερίδες, με πρώτο τον Ελληνικό Βορρά,  που άρπαζα από τα χέρια του πατέρα του μόλις εκείνος πατούσε το κατώφλι του σπιτιού. Κυριολεκτικά όποιο χαρτί είχε γράμματα και λέξεις και βέβαια, για δεύτερη φορά, τα έντυπα που κατέληγαν, τετράγωνα κομμένα με το ψαλίδι, ως αυτοσχέδιο και ευρύτατα διαδεδομένο χαρτί υγείας στο αποχωρητήριο.
         Ήταν γιορτή για μένα ν’ ανακαλύπτω, σε σπίτι συγγενικό ή φιλικό και στις ατέλειωτες και εξοντωτικά ανιαρές επισκέψεις με το λικέρ και τα φοντάν, μια στοίβα παλιά και ξεχασμένα περιοδικά.  Τολμούσα τότε να τα ζητήσω κι επέστρεφα στο άντρο  μου με ένα θησαυρό, που καταβρόχθιζα μεθοδικά απ’ τα περιεχόμενα ως την τελευταία λέξη, κάτω δεξιά, στην τελευταία σελίδα. Με έμαθαν λοιπόν οι θείες και οι πολύ μεγαλύτερες ξαδέλφες μου και αρκετές φορές μου έστελναν δεμένα και με φιόγκο όλα τΕίχα διαβάσει και κάποια, μάλλον λιγοστά, ιστορικά  και λογοτεχνικά βιβλία, αυτά που υπήρχαν τότε στο σπίτι, κυρίως από το σακίδιο του πατέρα στη μικρασιατική εκστρατεία. Δοκίμασα την ογκώδη Δίκη των Εξ αλλά τη βρήκα βαρετή και αρκετά δυσνόητη στην καθαρεύουσα. Πολύ πιο γλαφυρές και από πρώτο χέρι ήταν οι διηγήσεις του μπαμπά όταν, αντί για παραμύθια και μάταια προσπαθώντας να με κοιμίσει, μου έλεγε για τη ζωή στη Σμύρνη και την Ευαγγελική Σχολή, και για τον πόλεμο από τη Σμύρνη ως το Εσκί Σεχίρ  και την Αλμυρά Έρημο. Για το πώς χάθηκαν οι δικοί τους, περιουσίες και πατρογονικά εδάφη. Και για την Ανεξάρτητη Μεραρχία που οπισθοχώρησε συντεταγμένη και πολεμώντας μέχρι τα καράβια.
             Το μυθιστόρημα που είχα μάθει σχεδόν απέξω, ήταν οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ σε πέντε τόμους και στην ωραία μετάφραση του Μάρκου Αυγέρη. Με είχε συγκλονίσει η περιγραφή της μάχης του Βατερλώ, η επέλαση του ιππικού στο οροπέδιο του Αγίου Ιωάννη και η απίστευτη κακοτυχία του γάλλου στρατηλάτη. Κι ακόμη, η συνάντηση του Μυριήλ με τον επαναστάτη στο κεφάλαιο, ο Επίσκοπος Μπροστά σ’ ένα Άγνωστο Φως. Τέλος, οι φοιτητές Φίλοι των Αναλφάβητων, η θυσία στα οδοφράγματα, η μεγαλοσύνη του Γιάννη Αγιάννη.
          Πολύ πριν πάω στο γυμνάσιο, στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και ιδίως το καλοκαίρι, όταν έφευγαν οι φίλοι της γειτονιάς για παραθερισμό στα κοντινά χωριά, με άφηναν μόνο στο σπίτι και κλείδωναν με το μακρύ σιδερένιο κλειδί την εξώπορτα για μεγαλύτερη ασφάλεια. Όταν το μεσημέρι γύριζαν από το μαγαζί ο πατέρας και ο μεγάλος μου αδερφός, με έβρισκαν ακριβώς στην ίδια θέση, λες και δεν είχα σηκωθεί ούτε για κατούρημα. Να διαβάζω μισοξαπλωμένος στο τεράστιο διπλό κρεβάτι με τα
παπούτσια μου μόλις να μη λερώνουν την κουβέρτα. Με το αριστερό μου χέρι να στηρίζει το κεφάλι και δίπλα μου μια στοίβα έντυπα. Διάβαζα και το βράδυ, στο φως της γυμνής λάμπας απ’ το ταβάνι, κι ας μου έλεγαν διαρκώς πως θα χαλάσω τα μάτια μου, θα βάλω γυαλιά και θα με κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά.
            Εδώ όμως βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα ηλιόλουστο κόσμο, απόλυτα σοβαρό έως σκυθρωπό, σε έναν κόσμο μυστηριώδη και μαγευτικό, και σε άλλης τάξεως μεγέθη. Έλεγαν ότι η βιβλιοθήκη του Ανατόλια ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα και σίγουρα αυτό ίσχυε για τα αγγλικά βιβλία. Ράφια ατέλειωτα με τεράστια λεξικά, επιστημονικά βιβλία, μελέτες, μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, αστυνομικά, ακόμη και γουέστερν, ποίηση – μια ανεξάντλητη ποικιλία. Όλα δεμένα ομοιόμορφα,  κωδικοποιημένα και ταξινομημένα, με τίτλους πολλές φορές ερεθιστικά ακατανόητους.
            Τα ονόματα των συγγραφέων στη ράχη των βιβλίων μου φάνηκαν παγερά, περήφανα κι απρόσιτα, ενώ εκείνα τ’ άλλα ονόματα, το ένα κάτω απ’ τ’ άλλο στα καρτελάκια μέσα, με μάγεψαν. Συνήθως ανδρικά, καμιά φορά και γυναικεία, μερικά από την εποχή που το σχολείο ήταν στη Μικρά Ασία, όλα τους άγνωστα και μυστηριώδη, με μαύρο ή μπλε μελάνι, σπάνια με μολύβι, με γράμματα όρθια ή πλάγια, καλλιγραφικά ή τσαπατσούλικα, κάποια μισοσβησμένα, άλλα προκλητικά έντονα. Με αυθαίρετη είσοδο μου στον απόκρυφό τους χώρο, λες και αντίστροφα εισέβαλαν στη ζωή μου και την κυρίεψαν ίχνη από τον αόρατο χρόνο του παρελθόντος, έντονα φορτισμένα με άμεσα και ζωντανά αισθήματα. Λες και με καλωσόριζαν στο ταξίδι και την περιπέτεια όλοι αυτοί οι αινιγματικοί συνεπιβάτες.
             Αφού λοιπόν κανένας δεν με πρόσεξε, προχώρησα στο βάθος, έστριψα αριστερά κι έφτασα στη γωνία, εκεί πουσε ειδικό πιο σκούρο έπιπλο ήταν τοποθετημένες δεκάδες περιοδικές εκδόσεις, κυρίως ξενόγλωσσες. Κοίταξα έξω.Από τη μια μεριά, το βουνό των εκδρομών, ο Χορτιάτης της ανατολής του ήλιου, σύμβολο του σχολείου, με απαλές καμπύλες και γιγάντιες καστανιές. Από την άλλη, ο κόλπος σαν ταψί και οι εκβολές του Αξιού, οι δυτικές συνοικίες της προσφυγιάς, εργατικές και καπνισμένες.
              Πέρα απ’ το Μικρό Καραμπουρνάκι, οι υποσχέσεις του καλοκαιριού, στη σειρά η Περαία, το Μπαξέ Τσιφλίκι και η Αγία Τριάδα, με τις ξύλινες σκάλες τους βαθιά μες στον νερό, για να πιάνουν τα βαποράκια, τ’ αραιά σπιτάκια τους μισοκρυμμένα μέσα στα δέντρα. Τα βαποράκια, η Λευκή, ο Ποσειδώνας και ο Αλέκος, και το ταχύτερο όλων, η Ευδοκία. Οι ατέλειωτες ουρές στην παραλία, ο ιδρώτας, οι κληρώσεις, μπισκότα, σοκολάτες και λαχεία, τα μπάνια, οι μέδουσες πολύχρωμες, πολυέλαιοι αστραφτεροί της θάλασσας. Από τα γήπεδα πολύ πλησιέστερα, μόλις έφταναν οι φωνές και κατά διαστήματα ιαχές θριάμβου.
          Μέσα η ησυχία, η δροσερή γαλήνη με τους ψίθυρους σαν πλάσμα ζωντανό, τα βήματα προσεκτικά και οι κινήσεις, κι ανάμεσα στους άλλους ήχους, ανάμεσα στις άλλες μυρωδιές, η διακριτική αύρα και το θρόισμα της σπάνιας γυναικείας παρουσίας. Και τα βιβλία. Χιλιάδες τα βιβλία. Καθένα κι ένας κόσμος διαφορετικός. Τα βιβλία με το δικό τους τρόπο να χαμογελούν και να σου γνέφουν. Να σου υπόσχονται τα μυστικά τους.
        Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα κι ύστερα τόλμησα να περάσω στους εσωτερικούς διαδρόμους. Πρώτα επισκόπησα τα βιβλία συνολικά και από κάθε δυνατή οπτική γωνία. Άπλωσα το χέρι και το τράβηξα. Ύστερα έπιασα μερικά και  εδώ κι εκεί, τα επέστρεψα στο ράφι τους και πήγα παρακάτω. Καθένα μου έδινε και μια διαφορετική αίσθηση. Τέλος, διάλεξα ένα από τα πολλά που ήθελα, αυτό ας πάρω, μονολόγησα, μετά πήρα άλλο ένα και δειλά-δειλά τα πήγα στη βιβλιοθηκάριο.
         Περίμενα με αγωνία να τελειώσει τη δουλειά της και να σηκώσει το κεφάλι, να εκδώσει την ετυμηγορία. Νομίζω ναι, απάντησα όταν εκείνη με ρώτησε ευγενικά αν ήταν επαρκή τα αγγλικά μου. Θα προτιμούσα και τα δύο, επέμεινα όταν μου συνέστησε ν’ αρχίσω με το ένα. Είπα το όνομά μου και το έγραψε, κι έφυγα γρήγορα, στην αρχή πισωπατώντας, μήπως και ξαφνικά το μετανιώσει.
          Από τη μέρα εκείνη, η βιβλιοθήκη με μαγνήτιζε κι έγινα    ο πιο τακτικός επισκέπτης της. Σαν χρυσοθήρας που ξαφνικά αποκαλύφθηκαν μπροστά στα θαμπωμένα μάτια του ολόκληρα βουνά από χρυσάφι, σαν πειρατής που αποβιβάστηκε ρακένδυτος στο εξωτικό νησί των θησαυρών. Των θησαυρών που ήταν δικοί μου αποκλειστικά κι όμως μπορούσαν
να τους νέμονται κι όλοι οι άλλοι χωρίς αυτό να με πειράζει στο ελάχιστο. Των θησαυρών που με κάθε άγγιγμά μου αυξάνονταν και μεγεθύνονταν και συνεχώς φανέρωναν καινούρια θαύματα.
        Οι παιδικές μου παρορμήσεις σταδιακά προσέλαβαν διαύγεια και σαφήνεια και μετατράπηκαν σε σκέψεις. Σκέψεις που αργότερα ωρίμασαν κι έγιναν αποφάσεις. Δύσκολες αποφάσεις που ελάχιστα απείχαν πια από την πρόκληση. Να διαθέτω τον ελεύθερο χρόνο του γι’ αυτόν τον συναρπαστικό καινούριο κόσμο και να μελετάω τα μαθήματά μου μονάχα στα διαλείμματα και στις προηγούμενες απ’ το καθένα ώρες διδασκαλίας. Με το βιβλίο ανοιχτό και όρθιο να ισορροπεί επικίνδυνα στην πλάτη του μπροστινού. Και να διαβάσω όλα   τα βιβλία που ήταν καλά κρυμμένα σε πλήρη θέα στη βιβλιοθήκη. Όλη την πεζογραφία και όλη την ποίηση.
          Αλλά για να διαβάσω όλα τα βιβλία, δεν αρκούσε να αυξήσω το λεξιλόγιό μου, έπρεπε να μην έχω πια καμία άγνωστη λέξη. Στα ελληνικά αυτό του φαινόταν μάλλον προσιτό, στα αγγλικά σχεδόν αδύνατο. Η δεύτερη πρόκληση λοιπόν σήμαινε αναπόφευκτα ότι θα έπρεπε να διαβάσω και    να μάθω το ογκώδες λεξικό. Σελίδα-σελίδα και λέξη-λέξη, απ’ την αρχή ως το τέλος, όσες φορές χρειαζόταν για να ξεμπερδέψω.
          Γιατί όμως όλες αυτές οι προκλήσεις και μεγαλεπήβολα σχέδια που προσέγγιζαν το παράλογο. Είχα ήδη δώσει την απάντηση με βεβαιότητα, ήταν απλούστατα θέμα αρχής. Κανένας μα κανένας δεν μπορούσε να μου επιβάλλει κάτι που εγώ δεν ήθελα. Κι αυτό που ήθελα, από τώρα και για πάντα, ήταν να  διαβάσω όλα τα βιβλία κι ύστερα να γράψω εγώ ένα ράφι βιβλία..
          Αυτά που ακολούθησαν, στη μαθητική μου ζωή κι αργότερα, είχαν την πικρή και κάποτε λυτρωτική γεύση του αναπόφευκτου. Όσα έπραξα ενώπιον του εχθρού κι όσα ποτέ δεν κατόρθωσα να κάνω. Οι ανταρσίες μου και η συνέπειά μου, η περηφάνια και κάποιοι συμβιβασμοί μου. Ήξερα πια ποιος είμαι, ήξερα την πατρίδα μου. Ήξερα αυτό που δεν αλλάζει. Δέχτηκα και το τίμημα που έπρεπε να καταβάλω. Κι έζησα μια ζωή με σφιγμένα δόντια.
           Όλα λοιπόν είχαν αρχίσει το πρωινό εκείνο που ανακάλυψα τον μυστηριώδη και μαγευτικό κόσμο της βιβλιοθήκης. Και μπήκα μέσα του και ταυτίστηκα. Όλα είχαν αρχίσει στη γειτονιά και το δημοτικό σχολείο. Στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς στο σπίτι. Όλα είχαν αρχίσει τότε που γεννήθηκα, στη μακρινή Ιωνία του πατέρα του, στη Μαύρη Θάλασσα της μάνας του. Και ίσως σε μιαν άλλη Ιωνία στη μνήμη των κυττάρων μου, ανεξιχνίαστη, χωρίς αρχή και τέλος, που κάποτε αναδύθηκε κι αμέσως αναγνώρισε την καταγωγή και το πεπρωμένο της.