Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Κι όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο


Όλα στην πράξη αποδεικνύονται και όλες οι γενναίες πράξεις στη ζωή κοστίζουν ακριβά. Ο περίφημος αυτός στίχος του Αναγνωστάκη μου θυμίζει και άλλους στίχους σπουδαίων ποιητών με οικουμενική αξία και διαχρονικές διαστάσεις. Στίχους που επαναλαμβάνουμε πολλά χρόνια αργότερα, συχνά χωρίς να γνωρίζουμε ποιος τους έγραψε, στίχους που συμπυκνώνουν μιαν αιώνια αξία. Όπως το «πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά» και πάλι του Αναγνωστάκη  ή το «να μου δοθεί η χάρη να μιλήσω απλά» του Σεφέρη.   Ή το «για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή» του Ελύτη. Μερικές φορές και μια λέξη μόνο, όπως το «αντισταθείτε» του Μιχάλη Κατσαρού.

 Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στην ποιητική κυοφορία. Όταν, σαν από το τίποτα, αναβλύζουν πέντε λέξεις από την ψυχή του ποιητή, μια λάμψη που είναι η ουσία της τέχνης και της ζωής.
Με την ποιητική συλλογή Ο στόχος(1970) ολοκληρώθηκε η θητεία του Αναγνωστάκη στην ποίηση στην εκπληκτικά νεαρή ηλικία των 45 ετών. Άρχισε πολύ νωρίς, τέλειωσε πολύ νωρίς. Εγώ δεν γνωρίζω άλλη τέτοια περίπτωση, στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα τουλάχιστον. Να ζήσει ένας σπουδαίος ποιητής άλλα 35 χρόνια χωρίς να γράψει.   Ας δούμε τι λέει ο ίδιος για το γεγονός αυτό σε έναν μονόλογο που ηχογραφήθηκε στο σπίτι του το 1992 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο τον Δεκέμβριο του 2005.

 «Το '71 ουσιαστικά σταματάει η ποιητική μου παραγωγή. Δεν γράφω καθόλου ποιήματα. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω ποιήματα, καθόλου. Συνεχίζω όμως εντατικά την πνευματική μου προσφορά με δοκίμια, με άρθρα, με ορισμένες μελέτες, με πολιτική δράση, με αυτό που εγώ θεωρώ δημόσια παρέμβαση».

 Η οργή, η πλήρης απογοήτευση και η αηδία για την αθλιότητα της δικτατορίας και τις συνθήκες της ζωής στη χώρα μας, που έκαναν τον Αναγνωστάκη να γράψει αυτά τα εντελώς διαφορετικά ποιήματα, είναι πιθανόν να ήταν τα συναισθήματα που έσβησαν οριστικά και την ποιητική του φλόγα. Έτσι  νομίζω ότι μπορεί να εξηγηθεί το «δεν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω ποιήματα». Και το γεγονός ότι είχε ήδη εκφράσει μια εποχή και μια νιότη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, είχε φτάσει σε μια κορύφωση και δεν του έμενε πια τίποτα άλλο να πει ποιητικά.

Οι νέοι τώρα δεν μπορούν ούτε κατά διάνοια να φανταστούν τι σημαίνει να ξυπνάς ένα ωραίο πρωί με εμβατήρια, με αναστολή των άρθρων του συντάγματος για τις ατομικές ελευθερίες, με τα τανκς στους δρόμους, χιλιάδες συλλήψεις και εκτοπίσεις, με τους ασφαλίτες να μπαίνουν στο σπίτι σου τα χαράματα, με τέσσερα χρόνια φυλακή για όσους τους ξέφευγε μια βρισιά ή μια λέξη αγανάκτησης. Και με μερικές εκτελέσεις επί τόπου.
Δεν μπορούν να φανταστούν ένα πολυβόλο σαν μαντρόσκυλο στον εξώστη της Βουλής προς την Πλατεία Συντάγματος, όλα τα σκουλήκια να έχουν βγει από τους υπονόμους και τους γλοιώδεις καθηγητές πανεπιστημίου και ακαδημαϊκούς να υποκλίνονται μπροστά στους αγράμματους συνταγματάρχες. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, οι ποιητές και οι πεζογράφοι είχαν αποφασίσει τότε να μην εκδίδουν τα βιβλία τους (με το καθεστώς της προληπτικής λογοκρισίας,  βέβαια).

 Με τις συνθήκες αυτές, ήταν φυσικό ο ερωτικός Αναγνωστάκης (όπως και άλλοι λογοτέχνες), ο ποιητής που είχε εκφράσει την πολιτική μέσα από μια ερωτική κατάσταση, όπως λέει ο ίδιος, να παραχωρήσει τη θέση του στον οργισμένο, σαρκαστικό, φαρμακωμένο, απελπισμένο Αναγνωστάκη και να μιλήσει δυνατά, απλά και ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές, χωρίς ίχνος λυρισμού, χωρίς έλεος για τον εαυτό του και για τους άλλους.

Το καθοριστικό στοιχείο στη συμπεριφορά του Μανόλη, αλλά και κάθε λογοτέχνη άξιου του ονόματος, ήταν η λιτότητα, η σοβαρότητα και η αυστηρότητα. Στην ποίηση και σε καθετί άλλο. Αυτό που ονομάζεται και λογοτεχνικό ήθος. Το ήθος αυτό δεν ήταν δυνατόν, όπως αποδείχτηκε, να του υπαγορεύσει άλλη στάση στη ζωή και στην τέχνη. Όπως η ποίηση είναι μια πράξη, έτσι και σιωπή μπορεί να είναι μια πράξη, μια πράξη πιο εύγλωττη από τις φωνές και τις κραυγές.
 Ας δούμε τους δύο επιλόγους στην ποίηση του. Τον επίλογο του  1951 και τον επίλογο του 1970.

Επίλογος
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να 'ναι οι τελευταίοι
Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι.
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
Σε κάποιον άλλο ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
       
         (Από τη συλλογή Εποχές 3, 1951)


 Επίλογος
 Και όχι αυταπάτες προπαντός
Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς  
προβολείς μες στην ομίχλη.
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη ζω.
«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
 Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα»
 Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.

               (Από τη συλλογή Ο στόχος, 1970)

5 σχόλια:

  1. Εκπληκτικός, όπως πάντα, ο Αναγνωστάκης και στα δυο ομώνυμα ποιήματα, που παραθέτετε στο πολύ ενδιαφέρον κείμενό σας για τον σπουδαίο αυτόν Ποιητή και Άνθρωπο.

    Στο Περιθώριο λέει μεταξύ άλλων ο ίδιος:

    "Στα λιγοστά ποιήματα που, μέσα σε είκοσι
    πέντε και παραπάνω χρόνια, έγραψα, αν εξαιρέσω
    το πρώτο και ένα μέρος από το δεύτερο βιβλίο μου, σε πόσα από τα υπόλοιπα δεν έσβησα την τελευταία στιγμή λέξεις, δεν αλλοίωσα έννοιες, δεν αφαίρεσα ολόκληρους στίχους, γιατί υπήρχαν εκεί ίσως μερικά πράγματα που δεν έπρεπε ακόμα να ειπωθούν. Πόσοι άραγε απ' αυτούς που, δίκαια, μ' έψεξαν για «χαλαρότητα στην έκφραση», για «ηθελημένη ασάφεια», για «αδιαφορία στη μορφή», υποπτεύθηκαν πως είχα πετύχει σχεδόν πάντα την καίρια λέξη, που και μόνη της μπορούσε να ανακαλέσει ένα ολόκληρο νόημα, να στήσει έναν κόσμο - και δεν την έγραψα γιατί πίστευα (ή φοβόμουνα) πως δεν έπρεπε α κ ό μ α να γραφτεί.

    (Σ' όλη μας τη ζωή βουλιάξαμε πολλά καράβια
    μέσα μας, ίσως για να μη ναυαγήσουμε μια ώρα
    αρχύτερα εμείς οι ίδιοι)."

    Αχ, Ποιητή μου πόσο με αγγίζουν τα λόγια του, όσο και τα δικά σας. Μέχρι το μεδούλι...

    Κική


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κική μου, κι εμένα με είχαν αγγίξει πολύ αυτά τα λόγια του Αναγνωστάκη όταν τα είχα διαβάσει τότε στο Περιθώριο. Γιατί, όπως πάντα, ο Μανόλης μιλούσε για καυτά θέματα της λογοτεχνίας και της ζωής με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Θυμάμαι ότι είχα τότε αποφασίσει να μην αφήσω κανένα φόβο, καμία σκοπιμότητα, τίποτα και κανένα να πνίξει τη δική μου τη φωνή. Άλλο ένα μάθημα που πήρα απ' τον Μανόλη, άσχετα αν κι εγώ μερικές φορές σιώπησα για να μην πληγώσω αγαπημένα πρόσωπα. Τελικά, η λογοτεχνία δεν είναι πάνω από τον άνθρωπο και, όταν τίθεται το δίλημμα, ξέρω τι από τα δύο θα θυσιάσω. Κοντά σ' όλα αυτά, ας πούμε ότι ο Αναγνωστάκης είχε να αντιμετωπίσει πολύ πιο δύσκολες συνθήκες.

    Σε ευχαριστώ, Κική μου, για την παρουσία σου και τα εύστοχα σχόλια σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. «Ο φίλος μου ο Τίτος» είναι βέβαια ο Τίτος Πατρίκιος. Και ο συγκινητικός ρομαντισμός της αριστεράς ελλοχεύει ακόμη και όταν εξορκίζονται οι αυταπάτες. Γιατί ποτέ κανένας στίχος δεν κινητοποίησε τις μάζες, ποτέ κανένας στίχος δεν ανέτρεψε καθεστώτα. Φευ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έχουν γνώσιν οι ...φύλακες, ποιητή μου.

    Παρεμπιπτόντως, η κόρη μου) μου έφερε τη συλλογή του Πατρίκιου "Σε βρίσκει η ποίηση".
    Κι έτσι, με ξαναβρήκε η ποίησή του μετά το υπέροχο "Λυσιμελής πόθος".

    Κική

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μου θύμισες το αριστούργημα του Salinger Φύλακας στη σίκαλη, Catcher in the rye.
    Νομίζω ότι ο Πατρίκιος είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών της γενιάς της ήττας. Τουλάχιστον όσον αφορά την κοινωνική ποίηση. Χαίρομαι που είναι τόσο ζωντανός και δημιουργικός.

    ΑπάντησηΔιαγραφή