Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Επέμβαση ανοιχτής καρδιάς

 
είμαι ένας Σάυλωκ παράξενος
σας δίνω την ψυχή μου δώρο
και παίρνω τη δική σας την ψυχή
προσάναμμα μιας φωτιάς πάντα καινούριας
                                      



- «Η Βικτωρία έδωσε τα ποιήματά σου στους μαθητές της», μου είπε στο τηλέφωνο ο Ανδρέας. «Δεν θα σου πω πόσοτους άρεσαν, μίλησε καλύτερα με εκείνη».  .
        - «Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο τους άρεσαν»,μου είπε η Βικτωρία και πάλι στο τηλέφωνο λίγη  ώρα αργότερα. «Θα αφήσω εκείνους να σου το δείξουν στην εκδήλωση που έχουμε οργανώσει. Ελπίζω να έρθεις μαζίμε τη Σοφία».
         Ήταν κάτι που δυσκολεύτηκα να πιστέψω. Τεράστια έκπληξη και μυστήριο μαζί. Καταρχήν, δεν νόμιζα ότι η Βικτωρία αγαπούσε ιδιαίτερα την ποίησή μου ή ότι συμπαθούσε καν εμένα τον ίδιο.  Τόσοι και τόσοι καθιερωμένοι ποιητές υπάρχουν, παλιοί και νεώτεροι, γιατί να δώσει τα δικά μου ποιήματα στους μαθητές της; Και τι θα καταλάβαιναν οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες από εικοσιπέντε ως εξήντα πέντε χρονών, που είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου στη ζωή τους και μόλις τώρα τους δινόταν η δυνατότητα στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας να πάρουν το απολυτήριο του γυμνασίου; Ίσως να είχαν ακούσει κάποτε για τον Σολωμό ή τον Καβάφη, δεν είχαν όμως καμία απολύτως εξοικείωση με τη σύγχρονη ποίηση.  Κάτι που βεβαίως θεωρούσα απαραίτητο για να καταλάβει κανείς, να εκτιμήσει και να απολαύσει την ποίηση.
          Με αυτές τις σοβαρές επιφυλάξεις, ενημέρωσα τη Σοφία και ξεκινήσαμε να βρούμε το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας για να παρακολουθήσουμε την εκδήλωση. Ήταν κάπου στην Εθνικής Αμύνης. Φτάσαμε, ανεβήκαμε τις σκάλες και οδηγηθήκαμε σε μια κατάμεστη αίθουσα. Εκεί γνωριστήκαμε με τη συμπαθητική διευθύντρια και είδαμε τη Βικτωρία, φωτεινή και κεφάτη, αξιαγάπητη, να συντονίζει τα πάντα. Λες και είχε μεταμορφωθεί από απλή φιλόλογος σε ένα πλάσμα περίπου μαγικό.
         Μετά από σύντομους προλόγους και παρουσιάσεις, εικοσιπέντε μαθητές, καθισμένοι σε τραπεζάκια που είχαν σχηματίσει ένα μεγάλο Π, άρχισαν να διαβάζουν, ο καθένας  από ένα ποίημα μου της απόλυτης επιλογής του. Και τα διάβαζαν καλά, με δυνατή φωνή, χωρίς κόμπιασμα και λάθη, με ελεγχόμενη συγκίνηση. Ενώ οι συμμαθητές τους στο ακροατήριο άκουγαν βουβοί κι αθόρυβοι και, κατά διαστήματα, ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα.
          Εγώ παρακολουθούσα προσεκτικά και δυσκολευόμουν να πιστέψω, αυτή τη φορά αυτό που έβλεπα. Ομολογώ ότι κάπου μέσα μου καμάρωνα αλλά η αμηχανία μου υπερίσχυε σαφώς. Αυτή η αμηχανία χτύπησε κόκκινο στο τέλος της εκδήλωσης. Όταν άρχισαν να έρχονται ένας-ένας αρκετοί μαθητές, ώριμοι άντρες και γυναίκες, για να μου πουν πόσο σημαντικό για κείνους ήταν το ποίημα που διάβασαν και να μου σφίξουν το χέρι ή να μου κρατήσουν και τα δύο χέρια. Μια αναγνώστρια μου είπε, μάλιστα, «αυτό το ποίημα είναι η ζωή μου», ενώ μια άλλη με κοίταζε με δάκρυα στα μάτια. Ενώ εγώ ψέλλιζα ένα «χαίρομαι» ή ένα «ευχαριστώ» και τους ανταπέδιδα τη χειραψία με ένα χαμόγελο ή και ένα χτύπημα στην πλάτη.                      
          -«’Ασε τα περί αμηχανίας», άκουσα μέσα μου να με ειρωνεύεται  ο κυνικός εαυτός μου, «καμαρώνεις σαν τογύφτικο σκεπάρνι». Ε, ναι, καμάρωνα μέσα στην αμηχανία μου και ενώ διερωτόμουν αν είχα κοκκινίσει ύστερα από τόσα χρόνια. Δεν τόλμησα όμως να ρωτήσω τη Σοφία.
           Τα υπόλοιπα, ερωτήσεις, απαντήσεις, αμοιβαίες ευχαριστίες και τα παρόμοια, δεν διέφεραν ουσιαστικά από τα καθιερωμένα και δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι, η συναισθηματική αυτή κορύφωση, η  συγκλονιστική εμπειρία άλλαξε την άποψη και την οπτική
μου για την ποίηση. Με την εξαίρεση ποιημάτων εσκεμμένα δυσνόητων, που κι εγώ ο ίδιος συχνά δεν καταλαβαίνω, το πρωταρχικό στοιχείο δεν είναι η εξοικείωση με την ποίηση, είναι ο δεκτικός άνθρωπος με την ανοιχτή καρδιά.  Στην ανοιχτή καρδιά των ταλαιπωρημένων από τη ζωή ανθρώπων είχαν επέμβει τα ποιήματά μου με τα εκπληκτικά αυτά αποτελέσματα. Και όχι μόνο τα δικά μου βέβαια αλλά πιθανότατα και άλλων ποιητών, αν δινόταν στους μαθητές η ευκαιρία να τα διαβάσουν.
             Φεύγοντας από το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας με μια αίσθηση ευφορίας κι ενώ κρατούσα σφιχτά το χέρι της Σοφίας που συνέχιζε να με μακαρίζει, μου ήρθαν στον νου οι στίχοι του πρόωρα χαμένου ποιητή και φίλου Ανέστη Ευαγγέλου. «Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου, δεν είμαι μόνος».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου