Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

Εννιά+ παραλείψεις στις ανθολογίες της ποιητικής γενιάς του "70

Πολλοί φίλοι της ποίησης και πολλοί λογοτέχνες γνωρίζουν και εκτιμούν τους ποιητές της γενιάς του “70 (1941-1955) Βασίλη Φαϊτά (1942), Μυρτώ Αναγνωστοπούλου (1944), Γιάννη Καρατζόγλου (1946), Πάνο Θεοδωρίδη (1948), Βασίλη Ιωαννίδη (1948), Μανόλη Ξεξάκη (1948), Αλεξάνδρα Μπακονίκα (1951), Κούλα Αδαλόγλου (1953), Κατερίνα Καριζώνη (1955). Οι εννιά αυτοί έχουν μία ακόμη κοινή ιδιότητα (και μειονέκτημα;), είναι ποιητές της Θεσσαλονίκης. Αυτοί οι σημαντικοί ποιητές, κατά τη γνώμη μου και τη γνώμη πολλών άλλων, προφανώς όμως όχι των ανθολόγων, κυριολεκτικά αγνοούνται στις έντυπες ανθολογίες της γενιάς τους. Δεν περιλαμβάνονται στην ανθολογία «Η γενιά του “70», με εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα, επιμέλεια του Δημήτρη Αλεξίου, Εκδόσεις Όμβρος 2001, δεν περιλαμβάνονται στο Αφιέρωμα της Νέας Εστίας «Η γενιά του “70», επιμέλεια Κώστα Παπαγεωργίου, Ιανουάριος 2018, και δεν κατόρθωσα να τους βρω σε καμία άλλη ανθολογία της γενιάς αυτής κατά την έρευνα μου στο διαδίκτυο. Περιλαμβάνονται βέβαια δυο-τρεις άλλοι Θεσσαλονικείς, ίσως ως αναγκαίο κακό και εξασφάλιση από τυχόν διαμαρτυρίες...................................................................................................................................................................... Ας σημειωθεί ότι, εκτός από όλους τους άλλους λογοτέχνες της Αθήνας, παλιούς και νεώτερους, γνωρίζω, εκτιμώ και αγαπώ τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Θανάση Νιάρχο, τον Αντώνη Φωστιέρη και άλλους αυτής της γενιάς, και θα ήμουν ο τελευταίος που θα αμφισβητούσε την γενικότερη αξία και την προσφορά των ποιητών και πεζογράφων της Αθήνας στην ελληνική λογοτεχνία. Οι μαζικές παραλείψεις όμως αυτές (και άλλες) είναι τόσο χαρακτηριστικές ούτως ώστε δεν θα μπορούσα να τις αφήσω ασχολίαστες (κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει στις ανθολογίες της Δεύτερης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς που είναι η δική μου, ίσως γιατί η πρώτη ανθολογία αυτής της γενιάς εκδόθηκε με επιμέλεια του ποιητή της Θεσσαλονίκης Ανέστη Ευαγγέλου). Ιδίως γιατί αποτελούν σύμπτωμα ενός γενικότερου φαινομένου. Μου θυμίζουν αυτό που μου είπε πριν από χρόνια μια γνωστή ποιήτρια της δικής μου γενιάς, ότι, δηλαδή, «η ελληνική ποίηση είναι υπόθεση τριών δρόμων στο κέντρο της Αθήνας». Αν λοιπόν έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε), ας ξέρουμε ότι μιλάμε για ανθολογίες Αθηναίων ποιητών με ξεροκόμματα που πετάνε και στους υπόλοιπους από την καλή τους καρδιά. Όπως συμβαίνει βέβαια και με τα κρατικά βραβεία, όπως συμβαίνει σε όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, σε όλο το φάσμα της δημιουργίας και της κοινωνικής ζωής. Ο υδροκέφαλος όλα τα καταπίνει και όλα τα αφομοιώνει και περπατάει καμαρωτός προς το μέλλον κι από κει και πέρα τα παράπονα σας στον δήμαρχο.

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Ο ποιητής και το μαγικό μπαλόνι του

ποιητής............................................................................ ...................................................................................... εγώ δεν γράφω στίχους/ δεν τραγουδάω/ σαν προαιώνιος κατακλυσμός/ κλονίζω τα ίδια φράγματα/ σαν την πανούργα θάλασσα/ κατατρώω τον ίδιο βράχο/ σαν πεισματάρης γύφτος/ δουλεύω το ίδιο φυσερό/ ανάβω την ίδια φλόγα/ κολλάω αφίσες με το σάλιο μου/ σκίζω στολές/ τσακίζω αλύπητα παράσημα/ χορεύω στις ανύποπτες πλατείες σας/ μπερδεύω τους λογαριασμούς σας/ ανοίγω το κλουβί να φτερουγίσετε/ ....................................................................................... αδειάζω ένα τσουβάλι ζωγραφιές στα πόδια σας........................................... ....................................................................................... το μαγικό μπαλόνι.................................................................. ...................................................................................... αγόρασα ένα μαγικό μπαλόνι/ μη με ρωτήσετε πότε και πού/ είναι σαν να το είχα πάντα/ κι όμως θυμάμαι ότι το πλήρωσα πανάκριβα/ έδωσα το δεξί μου χέρι/ κομμάτια ματωμένα από τη γούνα μου/ γι' αυτό και το κρατάω τρυφερά/ ανάλαφρα στα δυο μου δάχτυλα/ μα δεν το κρύβω σε δωμάτια μυστικά/ το περιφέρω στους μεγάλους δρόμους/ και το εκθέτω στους πιο άγριους καιρούς/ κι εκείνο αντέχει μ' ένα τρόπο θαυμαστό/ του ψιθυρίζω λέξεις/ μουσικές/ και το κοιτάζω εκστατικά/ μπορώ να διακρίνω μέσα σου ολοκάθαρα/ μυριάδες χώρες άγνωστες και μακρινές/ και πολιτείες μυθικές ονειρεμένες/ άστρα, πλανήτες, νεφελοειδείς και γαλαξίες/ και πάνω απ' όλα/ εσένα, τα παιδιά, τον ήλιο τον μοναδικό/ το κόκκινο ολοκόκκινό σου ρούχο/ ..................................................................................... ..................................................................................... Τόλης Νικηφόρου// από τη συλλογή Ο μεθυσμένος ακροβάτης, 1979

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Εμένα δεν μου αρέσουν τα ποιήματα !

Η μούσα Ερατώ.......................................................................... τα δάκρυά σου τρέχουν στις φλέβες μου/δεν είσαι μόνος// .................................................................. ..................... Ο Γιάννης παλεύει κάθε μέρα με τον θάνατο. Κυριολεκτικά. Παλεύει με την αγωνία, με τον πόνο και το μαρτύριο. Όπλα του η γνώση και η πείρα,, τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη. Ίσως να νικάει οριστικά μερικές φορές, υποθέτω όμως ότι συνήθως οι όποιες νίκες του είναι προσωρινές, σημαίνουνμια ανακούφιση, μια μικρή ελπίδα, μια παράταση ζωής. Δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο...................................... ................................. Δίνει τη μάχη όμως και με άλλα μέσα. Και εκεί νικάει ανεπιφύλακτα. Ο Γιάννης νοιάζεται για τον ασθενή του, συμμετέχει και συμπαρίσταται με την ψυχή του. Αυτό το ξέρω.Το ξέρω από τότε που μαρτύρησε και πέθανε η Κική μας.Η Κική που είχε μεγάλη δίψα για ζωή και ακόμη μεγαλύτερη προσφορά και άξιζε πραγματικά να ζήσει. Ο Γιάννης έκανεό,τι μπορούσε για εκείνη και ακόμη περισσότερα. Και την κέρδισε όπως μας κερδίζει ένας άγγελος που εμφανίζεται ξαφνικά και παρήγορα στο πλευρό μας...................................................................................... Πιστεύω ότι η υπέρτατη πράξη και προσφορά στη ζωή είναι η ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Και αυτός ο αφανής ήρωας της καθημερινής ζωής με κάνει να αισθάνομαι μικρή και ασήμαντη τη λογοτεχνική μου παρουσία εδώ και πενήντα τόσα χρόνια. Και όχι μόνο αυτή. Με κάνει να τον εκτιμώ και να τον θαυμάζω όπως τους ήρωες των παιδικών μας χρόνων................................................................................... Όταν λοιπόν ήρθε μια μέρα στο σπίτι μας με τη γυναίκα του, γιατρό κι εκείνη, και έφτασε κάποτε η κουβέντα σε θέματα λογοτεχνικά, τον άκουσα ξαφνικά να δηλώνει:.............................................................................. -«Εμένα δεν μου αρέσει η ποίηση» !..................................................... Ήταν μια μικρή βόμβα αλλά με την πείρα μου μιας ολόκληρης ζωής στη λογοτεχνία, δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε ιδιαίτερα. - «Δικαίωμά σου, του είπα, χάνεις όμως κάτι σημαντικό»......................................................................... - «Μπορεί», απάντησε, «εμένα όμως δεν μου αρέσει η ποίηση»................................................................................. Το δέχτηκα φυσικά. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αλλάξει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις κάθε ανθρώπου, ιδίως πάνω σε θέματα της τέχνης....................................................................................... Ίσως και να είχε δίκαιο ο Γιάννης, σκέφτηκα μετά. Τι μπορεί να σημαίνει η ποίηση και η κάθε μορφή τέχνης μπροστά στο μαρτύριο του ανθρώπου που υποφέρει και την προοπτική του θανάτου; Μου ήρθε και πάλι στον νου και ο αφορισμός του Αντόρνο, ότι «δεν μπορεί να γράφεται ποίηση μετά το Άουσβιτς»...................................................... Ένα –δυο χρόνια μετά, έτυχε να ξαναμιλήσω με τον Γιάννη. Για να με αιφνιδιάσει ξανά, πιο ευχάριστα αυτή τη φορά.................................................................................... -«Τι ανοησία είχα πει τότε ! Συγγνώμη»................................................................................... - «Ε, καλά», του απάντησα, «δεν χάλασε ο κόσμος. Μια κουβέντα είπες που στο κάτω-κάτω είχες κάθε δικαίωμα»................................................................................... -« Όχι, όχι», επέμεινε. «Πώς είπα εγώ κάτι τέτοιο!»....................................................................................... Δεν τον ρώτησα ποτέ πώς είχε γίνει κι άλλαξε γνώμη. Ίσως να τον είχε επηρεάσει ο γιος του που γνώριζε την ποίησή μου από το γυμνάσιο, ίσως πάλι να είχε ρίξει μια ματιά στα βιβλία που είχα χαρίσει στον μικρό. Προφανώς του είχε δοθεί η ευκαιρία, όπως και σε άλλους σε ώριμη ηλικία, να γνωρίσει την ποίηση και, με την πηγαία εντιμότητά του, να αναγνωρίσει το λάθος του. Εμένα όμως δεν θα με πείραζε, δεν θα με πείραζε καθόλου κι αν είχε επιμείνει στην άποψή του. Θα συνέχιζα να αποκαλύπτομαι μπροστά στον γιατρό και τον άνθρωπο, ισόβιος οφειλέτης του.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Η νόσος των υπερθετικών

Ίσως η αρχική αιτία να είναι η μεσογειακή μας ιδιοσυγκρασία που μας ωθεί στην υπερβολή. Συχνά σε συνδυασμό με τη διαφήμιση και την τάση αυτοπροβολής. Από την απλή υπερβολή λοιπόν ως την εξωφρενική η απόσταση είναι μικρή και καταντάει ελάχιστη έως ανύπαρκτη από την εξωφρενική υπερβολή ως το καθαρό ψέμα. Με την έλευση το διαδικτύου και φυσικά του facebook, το φαινόμενο αυτό επεκτάθηκε από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες στη λογοτεχνία. Και επειδή είναι δύσκολο να διαβάσει κανείς πεζογραφία στην οθόνη, η νόσος έπληξε σχεδόν αποκλειστικά την ποίηση. ..................................................................................... Στις προηγούμενες λογοτεχνικές γενιές ο χαρακτηρισμός «καλό» ή «ωραίο» αποτελούσε μεγάλο εγκώμιο. Πολύ σπάνια γραφόταν κάτι παραπάνω από κριτικούς, λογοτέχνες ή και απλούς αναγνώστες. Τώρα έχουμε έναν καταιγισμό από «εξαίσια», «υπέροχα», «καταπληκτικά» και «μοναδικά» ποιήματα ακόμη και για επιεικώς μέτριες, με κάθε κριτήριο, προσπάθειες νέων ή και γνωστών ποιητών. Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί του ποιητή καταργούν κάθε διάκριση και κυριολεκτικά ισοπεδώνουν την ποίηση. Σε βαθμό που, όταν κανείς σου γράφει ότι το ποίημά σου είναι «ωραίο», να το θεωρείς περίπου ως ψόγο ! Η νόσος επιδεινώνεται από το ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά που εκδίδονται πολύ συχνότερα από τα έντυπα, και αναζητούν συνεχώς ύλη. Διαβάζεικανείς με θαυμασμό (!!) αυτα που έχουν να δηλώσουν ακόμη και συγγραφείς του ενός βιβλίου! Φυσικά, οι λογοτεχνικές παρουσιάσεις αποτελούν μία ακόμη εκδήλωση της νόσου, συχνά με πληθώρα εισηγητών και ανταγωνισμό εγκωμίων. .............................,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,.................................. Περιορίστε τη γενναιοδωρία σας, ρε παιδιά, βάλτε λιγάκι νερό στο κρασί σας !! Η κάθε βροχή δεν είναι καταιγίδα και το κάθε ποίημα δεν είναι αριστούργημα ! Ίσως έτσι, με την πάροδο του χρόνου και εκτός από την κατάσταση με τον διαβόητο ιό, να επανέλθουμε σε μια κανονικοτητα και ως προς την ποίηση !

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Χώμα στον ουρανό, 1998

ένα ποτάμι στοιχειωμένο ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου/ από προγόνους και μνήμες σκοτεινές/ λάμψεις της αστραπής που σχηματίζουν λέξεις/ ταξίδια μυστικά σε χώρες που ποτέ δεν γνώρισα/ ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου/ μια μουσική/ ένα μελλοντικό καράβι/ πλησίστιο που περιπλανιέται/ σε κατακόμβες φωτεινές του γαλαξία// ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- το μυστικό εξαίσιο άρωμα γράφουμε για να μάθουμε/ τη μουσική, το όνομα της τίγρης/ το μυστικό εξαίσιο άρωμα/ γράφουμε για να ζωγραφίσουμε/ με λέξεις την ψυχή μας/ να ανασύρουμε ένα-ένα/ τα αλλεπάλληλα καλύμματα/ και κάποτε να φτάσουμε εκεί/ όπου όλα τα ποιήματα του κόσμου/ είναι πριν από την αρχή γραμμένα/ κάποτε έκθαμβοι να οδηγηθούμε/ στον λόγο που μας έδωσε πνοή//

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Το ασθενές φύλο

 


                           στέκεσαι δίπλα μου

            στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα

                           και με τα ίδια μάτια

                    ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο

                       περήφανοι, ασυμβίβαστοι

               ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας

                εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία 

                                         

                  (Τόλης Νικηφόρου, Γυναίκα, 1980)

 

Περίπου μεσημέρι με την κοσμοσυρροή, περπάτησα στην Ερμού, χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, βρήκα τη σωστή διεύθυνση, κοίταξα τις πινακίδες στην είσοδο, ανέβηκα στον πρώτο όροφο, έσπρωξα την εξώπορτα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα. Ήταν το Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων  με τη Λέσχη Ανάγνωσής του. Είχα δεχτεί μετά χαράς την πρόταση της Μαρίας να διαβάσω στα  μέλη της κείμενα μου,να συζητήσω μαζί τους και να απαντήσω στις ερωτήσεις τους. Της Μαρίας που είναι ποιήτρια και πεζογράφος, συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης των αποφοίτων του Ανατόλια. είναι εξαιρετικά ευαισθητοποιημένη σε κοινωνικά θέματα και είχε καταρτίσει ολόκληρο πρόγραμμα επισκέψεως λογοτεχνών σε Κ.Α.Π.Η., οίκους ευγηρίας, νοσοκομεία και ανάλογα ιδρύματα.

          Στη μεγάλη αίθουσα λοιπόν αντίκρισα τριάντα-σαράντα συνταξιούχους γύρω από τραπεζάκια, βυθισμένους στα χαρτιά κυρίως και στο τάβλι, ίσως και σε διάφορα άλλα επιτραπέζια παιχνίδια. Ως βετεράνο παίκτη αθλημάτων κάθε είδους και με οποιεσδήποτε συνθήκες και κάποτε διαβόητο καφενόβιο κουμαρτζή, το θέαμα δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε ιδιαίτερα. Η απορία μου ήταν που στο καλό να βρισκόταν η Λέσχη Ανάγνωσης που είχα έρθει    να επισκεφθώ. 

            Την αμηχανία μου ήρθε να διαλύσει ένα  ελκυστικό κορίτσι που εμφανίστηκε από τα ενδότερα και, όταν διαπίστωσε ποιος ήμουν, με οδήγησε από ένα διάδρομο σε μια παρακείμενη μικρότερη αίθουσα, όπου ήταν καθισμένες γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι, δώδεκα συμπαθητικές γυναίκες κάποιας ηλικίας. Αυτή ήταν η Λέσχη Ανάγνωσης.

         Γνωριστήκαμε λοιπόν με τις κυρίες και τα είπαμε μια χαρά. Διαβάσαμε, συζητήσαμε, τους έλυσα τις απορίες, με μερικές βγήκαμε και παλιοί γείτονες, μια και εγώ ήμουν παιδί του κέντρου της πόλης και της ίδιας περίπου γενιάς με εκείνες. Χάρισα στην ομάδα και μερικά βιβλία μου με θερμές αφιερώσεις. Αποχώρησα μετά δύο ώρες με μια ευχάριστη αίσθηση, όπως όταν μιλάς από καρδιάς σε ανθρώπους που  σε καταλαβαίνουν και δεν διστάζουν να μοιραστούν τις δικές τους εμπειρίες από τη ζωή. 

          Περνώντας από την αίθουσα των ανδρών, πριν κατεβώ τις σκάλες, τους είδα και πάλι όλους βυθισμένους στα δικά τους. Ποιος να σηκώσει κεφάλι και πώς να αξιωθεί κανείς ένα βλέμμα έστω, όταν μοιράζεται η τράπουλα ή όταν πέφτουν τα ζάρια;

           Και πού βρίσκεται το παράξενο θα μου πείτε; Τι είναι εκείνο που ξεφεύγει από την πεπατημένη; Όταν σε πολλές από τις δεκαπέντε έως είκοσι λέσχες ανάγνωσης που έχω γνωρίσει, είτε ως συντονιστής ή μέλος, είτε ως προσκεκλημένος,  τα μέλη είναι αποκλειστικά γυναίκες και στις υπόλοιπες οι άνδρες αποτελούν μια μικρή μειοψηφία, κάτι σαν γαρνιτούρα στο κυρίως έδεσμα. Όταν οι φιλόλογοι στα λύκεια και τα γυμνάσια που με καλούν είναι σχεδόν πάντα γυναίκες, για να μην μιλήσω γενικότερα για τους εκπαιδευτικούς. Και σχεδόν πάντα οι γυναίκες ενδιαφέρονται για το κάτι παραπάνω από τα προγράμματα του υπουργείου για τους μαθητές τους.

         Ως χαριστική βολή έρχονται τα επίσημα στοιχεία που δείχνουν ότι το 70% των αναγνωστών της λογοτεχνίας είναι γυναίκες. Οι γυναίκες είναι πιο επιμελείς, οι γυναίκες αποκτούν περισσότερα προσόντα, περισσότερα πτυχία, και το γυναικείο κύμα ανέρχεται και καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερες θέσεις στα υψηλά κλιμάκια κάθε ιεραρχίας.   

          Αυτά όλα βέβαια στις αναπτυγμένες χώρες της δύσης και σε εκείνες που σέβονται στοιχειωδώς τα ανθρώπινα δικαιώματα και όχι στον μεσαίωνα του Ισλάμ. Ανατριχιάζω όταν αναλογίζομαι τη μοίρα της γυναίκας στις μουσουλμανικές χώρες. Πολύ ωραία την είχε περιγράψει στη γείτονα Τουρκία ο και συνθέτης Ζουλφί Λιβανελί στο μυθιστόρημα του «Ευτυχία».

            Αυτά σκεφτόμουν καθώς βγήκα από το ΚΑ.Π.Η.στη Βενιζέλου και πήρα ένα ταξί για να γυρίσω στο σπίτι. Γυναίκα   η οδηγός σε ένα επάγγελμα που συνεχίζει να παραμένει κυρίαρχα ανδρικό. Ομολογώ ότι, ως κάποτε βαρύ κι ασήκωτο αρσενικό, που μεγάλωσε στα γήπεδα Χαριλάου και Τούμπας, δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού βαδίζει  προς την αποκλειστική  αποβλάκωση των γηπέδων και των πάσης φύσεως τυχερών και άλλων παιχνιδιών χωρίς να ανοίγει τις σελίδες κάθε τόσο έστω και ενός βιβλίου. Δεν μπορώ  όμως  να μη δεχτώ την αλήθεια που με κοιτάζει στα μάτια.

            Στο κάτω-κάτω, κατέληξα, ας κυβερνήσουν κάποτε τον κόσμο και οι γυναίκες. Δεν μπορεί να είναι χειρότερες από μας με την επιθετική έως δολοφονική τεστοστερόνη μας. Δεν μπορεί να είναι χειρότερες από μερικούς αρχηγούς κρατών που βλέπω και με πιάνει αναγούλα. Κι αν η εξουσία διαφθείρει, ας ελπίσουμε ότι αυτές θα τις διαφθείρει σε μικρότερο βαθμό και τελικά θα υπερισχύσει το φυσικό τους ένστικτο για την  προστασία της ζωής.


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Κάπως έτσι άρχισαν όλα

 

μαθαίνω μια ζωή την αλφαβήτα

γλιστράω στην επιφάνεια των γραμμάτων

με την παρήγορη ψευδαίσθηση

ότι θα φτάσω στο ωμέγα κάποτε

όπου ενεδρεύει αναπόφευκτα

το ωκεάνιο και πάλι άλφα     

 

Ανέβηκα τις σκάλες και για πρώτη φορά στάθηκα έξω απ’ τη βαριά τζαμόπορτα, κάπως παράμερα. Οι τάξεις των μεγάλων ήταν ερμητικά κλειστές, κανένας δεν κυκλοφορούσε στους διαδρόμους. Δίσταζα. Τελικά, έπιασα το μπρούντζινο πόμολο, έσπρωξα με το χέρι και λίγο με το σώμα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα. Καταϊδρωμένος μετά τη μπάλα, με κάλτσες πεσμένες στον αστράγαλο. Με μελανιές στα καλάμια και τα γόνατα και με τσαλακωμένο παντελόνι.
           Μπήκα στον γαλήνιο χώρο με τα γυαλιστερά τραπέζια και τα ράφια σε ανοιχτό χρώμα ξύλου, με  αθόρυβες καρέκλες. Μου έκανε εντύπωση το φως του ήλιου, αλλού πιο έντονο έως εκτυφλωτικό, με δέσμες που σχημάτιζαν περίεργα ακανόνιστα σχήματα στους τοίχους και το πάτωμα. Κι εκείνη η ιδιαίτερη μυρωδιά από τα έπιπλα και τα βιβλία μαζί με τα αρώματα φυτών και δέντρων που έμπαιναν από τα μεγάλα μισάνοιχτα παράθυρα.
          Τριγύρω σκόρπιοι αρκετοί μεγαλύτεροι μαθητές, κάποια κορίτσια, ένας-δυο καθηγητές. Όλοι καλοντυμένοι, όλοι βυθισμένοι σε χοντρά βιβλία, μερικοί να κρατάνε σημειώσεις σε τετράδια και μπλοκ. Κανείς δεν φάνηκε   να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου. Ξεκίνησα και στάθηκα και περιερ-γαζόμουν με απόλυτη προσήλωση τους πάντες και τα πάντα. Ξεκίνησα και προχωρούσα αργά με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι. Μέσα στην πλήρη αμηχανία μου, ένιωσα να με κατακλύζει κάτι πρωτόγνωρο, κάτι περισσότερο επίφοβο, λιγότερο ηδονικό και απόλυτα ανεξήγητο.
           Παιδί της κατοχής και της Πλατείας Δικαστηρίων, παιδί της γειτονιάς, της μπάλας και των άγριων παιχνιδιών, αναπόφευκτα από τους πιο ζωηρούς της τάξης, είχα ήδη ξεκοκαλίσει χιλιάδες λαϊκά περιοδικά, Και απείρως περισσότερες εφημερίδες, με πρώτο τον Ελληνικό Βορρά,  που άρπαζα από τα χέρια του πατέρα του μόλις εκείνος πατούσε το κατώφλι του σπιτιού. Κυριολεκτικά όποιο χαρτί είχε γράμματα και λέξεις και βέβαια, για δεύτερη φορά, τα έντυπα που κατέληγαν, τετράγωνα κομμένα με το ψαλίδι, ως αυτοσχέδιο και ευρύτατα διαδεδομένο χαρτί υγείας στο αποχωρητήριο.
         Ήταν γιορτή για μένα ν’ ανακαλύπτω, σε σπίτι συγγενικό ή φιλικό και στις ατέλειωτες και εξοντωτικά ανιαρές επισκέψεις με το λικέρ και τα φοντάν, μια στοίβα παλιά και ξεχασμένα περιοδικά.  Τολμούσα τότε να τα ζητήσω κι επέστρεφα στο άντρο  μου με ένα θησαυρό, που καταβρόχθιζα μεθοδικά απ’ τα περιεχόμενα ως την τελευταία λέξη, κάτω δεξιά, στην τελευταία σελίδα. Με έμαθαν λοιπόν οι θείες και οι πολύ μεγαλύτερες ξαδέλφες μου και αρκετές φορές μου έστελναν δεμένα και με φιόγκο όλα τΕίχα διαβάσει και κάποια, μάλλον λιγοστά, ιστορικά  και λογοτεχνικά βιβλία, αυτά που υπήρχαν τότε στο σπίτι, κυρίως από το σακίδιο του πατέρα στη μικρασιατική εκστρατεία. Δοκίμασα την ογκώδη Δίκη των Εξ αλλά τη βρήκα βαρετή και αρκετά δυσνόητη στην καθαρεύουσα. Πολύ πιο γλαφυρές και από πρώτο χέρι ήταν οι διηγήσεις του μπαμπά όταν, αντί για παραμύθια και μάταια προσπαθώντας να με κοιμίσει, μου έλεγε για τη ζωή στη Σμύρνη και την Ευαγγελική Σχολή, και για τον πόλεμο από τη Σμύρνη ως το Εσκί Σεχίρ  και την Αλμυρά Έρημο. Για το πώς χάθηκαν οι δικοί τους, περιουσίες και πατρογονικά εδάφη. Και για την Ανεξάρτητη Μεραρχία που οπισθοχώρησε συντεταγμένη και πολεμώντας μέχρι τα καράβια.
             Το μυθιστόρημα που είχα μάθει σχεδόν απέξω, ήταν οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ σε πέντε τόμους και στην ωραία μετάφραση του Μάρκου Αυγέρη. Με είχε συγκλονίσει η περιγραφή της μάχης του Βατερλώ, η επέλαση του ιππικού στο οροπέδιο του Αγίου Ιωάννη και η απίστευτη κακοτυχία του γάλλου στρατηλάτη. Κι ακόμη, η συνάντηση του Μυριήλ με τον επαναστάτη στο κεφάλαιο, ο Επίσκοπος Μπροστά σ’ ένα Άγνωστο Φως. Τέλος, οι φοιτητές Φίλοι των Αναλφάβητων, η θυσία στα οδοφράγματα, η μεγαλοσύνη του Γιάννη Αγιάννη.
          Πολύ πριν πάω στο γυμνάσιο, στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και ιδίως το καλοκαίρι, όταν έφευγαν οι φίλοι της γειτονιάς για παραθερισμό στα κοντινά χωριά, με άφηναν μόνο στο σπίτι και κλείδωναν με το μακρύ σιδερένιο κλειδί την εξώπορτα για μεγαλύτερη ασφάλεια. Όταν το μεσημέρι γύριζαν από το μαγαζί ο πατέρας και ο μεγάλος μου αδερφός, με έβρισκαν ακριβώς στην ίδια θέση, λες και δεν είχα σηκωθεί ούτε για κατούρημα. Να διαβάζω μισοξαπλωμένος στο τεράστιο διπλό κρεβάτι με τα
παπούτσια μου μόλις να μη λερώνουν την κουβέρτα. Με το αριστερό μου χέρι να στηρίζει το κεφάλι και δίπλα μου μια στοίβα έντυπα. Διάβαζα και το βράδυ, στο φως της γυμνής λάμπας απ’ το ταβάνι, κι ας μου έλεγαν διαρκώς πως θα χαλάσω τα μάτια μου, θα βάλω γυαλιά και θα με κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά.
            Εδώ όμως βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα ηλιόλουστο κόσμο, απόλυτα σοβαρό έως σκυθρωπό, σε έναν κόσμο μυστηριώδη και μαγευτικό, και σε άλλης τάξεως μεγέθη. Έλεγαν ότι η βιβλιοθήκη του Ανατόλια ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα και σίγουρα αυτό ίσχυε για τα αγγλικά βιβλία. Ράφια ατέλειωτα με τεράστια λεξικά, επιστημονικά βιβλία, μελέτες, μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, αστυνομικά, ακόμη και γουέστερν, ποίηση – μια ανεξάντλητη ποικιλία. Όλα δεμένα ομοιόμορφα,  κωδικοποιημένα και ταξινομημένα, με τίτλους πολλές φορές ερεθιστικά ακατανόητους.
            Τα ονόματα των συγγραφέων στη ράχη των βιβλίων μου φάνηκαν παγερά, περήφανα κι απρόσιτα, ενώ εκείνα τ’ άλλα ονόματα, το ένα κάτω απ’ τ’ άλλο στα καρτελάκια μέσα, με μάγεψαν. Συνήθως ανδρικά, καμιά φορά και γυναικεία, μερικά από την εποχή που το σχολείο ήταν στη Μικρά Ασία, όλα τους άγνωστα και μυστηριώδη, με μαύρο ή μπλε μελάνι, σπάνια με μολύβι, με γράμματα όρθια ή πλάγια, καλλιγραφικά ή τσαπατσούλικα, κάποια μισοσβησμένα, άλλα προκλητικά έντονα. Με αυθαίρετη είσοδο μου στον απόκρυφό τους χώρο, λες και αντίστροφα εισέβαλαν στη ζωή μου και την κυρίεψαν ίχνη από τον αόρατο χρόνο του παρελθόντος, έντονα φορτισμένα με άμεσα και ζωντανά αισθήματα. Λες και με καλωσόριζαν στο ταξίδι και την περιπέτεια όλοι αυτοί οι αινιγματικοί συνεπιβάτες.
             Αφού λοιπόν κανένας δεν με πρόσεξε, προχώρησα στο βάθος, έστριψα αριστερά κι έφτασα στη γωνία, εκεί πουσε ειδικό πιο σκούρο έπιπλο ήταν τοποθετημένες δεκάδες περιοδικές εκδόσεις, κυρίως ξενόγλωσσες. Κοίταξα έξω.Από τη μια μεριά, το βουνό των εκδρομών, ο Χορτιάτης της ανατολής του ήλιου, σύμβολο του σχολείου, με απαλές καμπύλες και γιγάντιες καστανιές. Από την άλλη, ο κόλπος σαν ταψί και οι εκβολές του Αξιού, οι δυτικές συνοικίες της προσφυγιάς, εργατικές και καπνισμένες.
              Πέρα απ’ το Μικρό Καραμπουρνάκι, οι υποσχέσεις του καλοκαιριού, στη σειρά η Περαία, το Μπαξέ Τσιφλίκι και η Αγία Τριάδα, με τις ξύλινες σκάλες τους βαθιά μες στον νερό, για να πιάνουν τα βαποράκια, τ’ αραιά σπιτάκια τους μισοκρυμμένα μέσα στα δέντρα. Τα βαποράκια, η Λευκή, ο Ποσειδώνας και ο Αλέκος, και το ταχύτερο όλων, η Ευδοκία. Οι ατέλειωτες ουρές στην παραλία, ο ιδρώτας, οι κληρώσεις, μπισκότα, σοκολάτες και λαχεία, τα μπάνια, οι μέδουσες πολύχρωμες, πολυέλαιοι αστραφτεροί της θάλασσας. Από τα γήπεδα πολύ πλησιέστερα, μόλις έφταναν οι φωνές και κατά διαστήματα ιαχές θριάμβου.
          Μέσα η ησυχία, η δροσερή γαλήνη με τους ψίθυρους σαν πλάσμα ζωντανό, τα βήματα προσεκτικά και οι κινήσεις, κι ανάμεσα στους άλλους ήχους, ανάμεσα στις άλλες μυρωδιές, η διακριτική αύρα και το θρόισμα της σπάνιας γυναικείας παρουσίας. Και τα βιβλία. Χιλιάδες τα βιβλία. Καθένα κι ένας κόσμος διαφορετικός. Τα βιβλία με το δικό τους τρόπο να χαμογελούν και να σου γνέφουν. Να σου υπόσχονται τα μυστικά τους.
        Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα κι ύστερα τόλμησα να περάσω στους εσωτερικούς διαδρόμους. Πρώτα επισκόπησα τα βιβλία συνολικά και από κάθε δυνατή οπτική γωνία. Άπλωσα το χέρι και το τράβηξα. Ύστερα έπιασα μερικά και  εδώ κι εκεί, τα επέστρεψα στο ράφι τους και πήγα παρακάτω. Καθένα μου έδινε και μια διαφορετική αίσθηση. Τέλος, διάλεξα ένα από τα πολλά που ήθελα, αυτό ας πάρω, μονολόγησα, μετά πήρα άλλο ένα και δειλά-δειλά τα πήγα στη βιβλιοθηκάριο.
         Περίμενα με αγωνία να τελειώσει τη δουλειά της και να σηκώσει το κεφάλι, να εκδώσει την ετυμηγορία. Νομίζω ναι, απάντησα όταν εκείνη με ρώτησε ευγενικά αν ήταν επαρκή τα αγγλικά μου. Θα προτιμούσα και τα δύο, επέμεινα όταν μου συνέστησε ν’ αρχίσω με το ένα. Είπα το όνομά μου και το έγραψε, κι έφυγα γρήγορα, στην αρχή πισωπατώντας, μήπως και ξαφνικά το μετανιώσει.
          Από τη μέρα εκείνη, η βιβλιοθήκη με μαγνήτιζε κι έγινα    ο πιο τακτικός επισκέπτης της. Σαν χρυσοθήρας που ξαφνικά αποκαλύφθηκαν μπροστά στα θαμπωμένα μάτια του ολόκληρα βουνά από χρυσάφι, σαν πειρατής που αποβιβάστηκε ρακένδυτος στο εξωτικό νησί των θησαυρών. Των θησαυρών που ήταν δικοί μου αποκλειστικά κι όμως μπορούσαν
να τους νέμονται κι όλοι οι άλλοι χωρίς αυτό να με πειράζει στο ελάχιστο. Των θησαυρών που με κάθε άγγιγμά μου αυξάνονταν και μεγεθύνονταν και συνεχώς φανέρωναν καινούρια θαύματα.
        Οι παιδικές μου παρορμήσεις σταδιακά προσέλαβαν διαύγεια και σαφήνεια και μετατράπηκαν σε σκέψεις. Σκέψεις που αργότερα ωρίμασαν κι έγιναν αποφάσεις. Δύσκολες αποφάσεις που ελάχιστα απείχαν πια από την πρόκληση. Να διαθέτω τον ελεύθερο χρόνο του γι’ αυτόν τον συναρπαστικό καινούριο κόσμο και να μελετάω τα μαθήματά μου μονάχα στα διαλείμματα και στις προηγούμενες απ’ το καθένα ώρες διδασκαλίας. Με το βιβλίο ανοιχτό και όρθιο να ισορροπεί επικίνδυνα στην πλάτη του μπροστινού. Και να διαβάσω όλα   τα βιβλία που ήταν καλά κρυμμένα σε πλήρη θέα στη βιβλιοθήκη. Όλη την πεζογραφία και όλη την ποίηση.
          Αλλά για να διαβάσω όλα τα βιβλία, δεν αρκούσε να αυξήσω το λεξιλόγιό μου, έπρεπε να μην έχω πια καμία άγνωστη λέξη. Στα ελληνικά αυτό του φαινόταν μάλλον προσιτό, στα αγγλικά σχεδόν αδύνατο. Η δεύτερη πρόκληση λοιπόν σήμαινε αναπόφευκτα ότι θα έπρεπε να διαβάσω και    να μάθω το ογκώδες λεξικό. Σελίδα-σελίδα και λέξη-λέξη, απ’ την αρχή ως το τέλος, όσες φορές χρειαζόταν για να ξεμπερδέψω.
          Γιατί όμως όλες αυτές οι προκλήσεις και μεγαλεπήβολα σχέδια που προσέγγιζαν το παράλογο. Είχα ήδη δώσει την απάντηση με βεβαιότητα, ήταν απλούστατα θέμα αρχής. Κανένας μα κανένας δεν μπορούσε να μου επιβάλλει κάτι που εγώ δεν ήθελα. Κι αυτό που ήθελα, από τώρα και για πάντα, ήταν να  διαβάσω όλα τα βιβλία κι ύστερα να γράψω εγώ ένα ράφι βιβλία..
          Αυτά που ακολούθησαν, στη μαθητική μου ζωή κι αργότερα, είχαν την πικρή και κάποτε λυτρωτική γεύση του αναπόφευκτου. Όσα έπραξα ενώπιον του εχθρού κι όσα ποτέ δεν κατόρθωσα να κάνω. Οι ανταρσίες μου και η συνέπειά μου, η περηφάνια και κάποιοι συμβιβασμοί μου. Ήξερα πια ποιος είμαι, ήξερα την πατρίδα μου. Ήξερα αυτό που δεν αλλάζει. Δέχτηκα και το τίμημα που έπρεπε να καταβάλω. Κι έζησα μια ζωή με σφιγμένα δόντια.
           Όλα λοιπόν είχαν αρχίσει το πρωινό εκείνο που ανακάλυψα τον μυστηριώδη και μαγευτικό κόσμο της βιβλιοθήκης. Και μπήκα μέσα του και ταυτίστηκα. Όλα είχαν αρχίσει στη γειτονιά και το δημοτικό σχολείο. Στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς στο σπίτι. Όλα είχαν αρχίσει τότε που γεννήθηκα, στη μακρινή Ιωνία του πατέρα του, στη Μαύρη Θάλασσα της μάνας του. Και ίσως σε μιαν άλλη Ιωνία στη μνήμη των κυττάρων μου, ανεξιχνίαστη, χωρίς αρχή και τέλος, που κάποτε αναδύθηκε κι αμέσως αναγνώρισε την καταγωγή και το πεπρωμένο της.