Από μικρό με βασάνιζε η ιδέα του θανάτου. Ίσως γιατί η απουσία της μητέρας μου ήταν ήδη ένας
θάνατος για μένα, ίσως γιατί, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, μεμφόμουν τον εαυτό μου
για τον χωρισμό των γονέων μου,
ίσως γιατί είχα δει τον θάνατο από νωρίς τριγύρω μου, ίσως ακόμη και γιατί έτυχε
να ανήκω στο ερωτικό, δημιουργικό και αυτοκαταστροφικό ζώδιο του Σκορπιού με
κυβερνήτη πλανήτη τον Πλούτωνα, βασιλιά του Άδη. Στεκόμουν λοιπόν πίσω απ’ το
τζάμι της μπαλκονόπορτας που έβλεπε στην απέραντη Πλατεία Δικαστηρίων και
αναρωτιόμουν, τι θα γινόταν αν πέθαινα.
Μπροστά στο δέος της ανυπαρξίας, σταματούσε το μυαλό μου και σύντομα ξέφευγε σε κάτι
άλλο.
Ο φοβερός αυτός φόβος, άλλοτε βαθιά
κρυμμένος κι άλλοτε ολοφάνερος, άλλοτε ανεκτός και άλλοτε αφόρητος,
συνεχίστηκε σε ολόκληρη τη ζωή μου.
Εκείνο που τον αντιστάθμιζε και τελικά τον υπερνικούσε ήταν η λαχτάρα, το πάθος μου για ζωή και δημιουργία.
Και, φυσικά, ο έρωτας. Βασανίστηκα όμως, βασανίστηκα πολύ.
Βασανίστηκα ιδίως όταν οι συνθήκες της ζωής ήταν απαράδεκτες με τα δικά μου μέτρα. Όταν συστηματικά
με εξευτέλιζε ο διαχειριστής του σχολείου για τα δίδακτρα που δεν πλήρωνε ο
πατέρας μου που είχε πτωχεύσει, όταν
αντιμετώπισα ένα καθεστώς χαφιεδισμού στην τράπεζα όπου αρχικά
εργάστηκα, όταν βρέθηκα ξένος ανάμεσα σε ξένους στο Λονδίνο και αργότερα σε μια μικρή πόλη της Αγγλίας.
Εκεί μάλιστα διαγνώστηκε το άγχος και η κατάθλιψή μου και λίγο αργότερα
εκδηλώθηκε η πρώτη κρίση πανικού που με εξουθένωσε.
Με τον γυρισμό μας στη Θεσσαλονίκη, τα πράγματα βελτιώθηκαν, ο
θάνατος όμως βρισκόταν πάντα μέσα μου. Κατάλαβα τότε ότι δεν επρόκειτο
ποτέ να ησυχάσω, ότι δεν ήμουν προορισμένος για μια ήρεμη ζωή.
Κατάλαβα ότι ο αγώνας μου να επιβιώσω και να ζήσω δημιουργικά θα
ήταν ισόβιος κι ότι η θλίψη ήταν πλέον μια αυτοκτονική πολυτέλεια για μένα. Έπρεπε να υιοθετήσω μια πιο
αισιόδοξη, μια αγωνιστική στάση.
Υπήρξαν μερικοί που παρεξήγησαν τη στάση μου, που δεν κατάλαβαν ότι για
μένα αυτός ήταν αναπόφευκτα ο μοναδικός δρόμος που δεν οδηγούσε στην άβυσσο.
Μεταξύ αυτών και ένας γνωστός κριτικός της λογοτεχνίας και μάλιστα στην
ανθολογία για τη γενιά μας, για να του
υποδείξει αργότερα την ανεπάρκειά του
σε σοβαρή εφημερίδα ένας άλλος γνωστός κριτικός.
Έγραψα λοιπόν με τα χρόνια διηγήματα και πολλά ποιήματα πάνω στο θέμα
του θανάτου και ίσως εκείνο που με εκφράζει καλύτερα ναι είναι το «και
πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω».
το οτιδήποτε
για μένα θα τελειώσει
και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει
το ύψιλον στα μυστικά, στη νύχτα, στην ψυχή
η απαλή καμπύλη στο αύριο
το χι στο χάδι ή΄στο χώμα της πατρίδας σας
όταν το κάτι αυτό
το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει
στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει
θα σας αγγίζει απαλά
θα σας ζητάει χαμογελώντας
το αδύνατο