Επιστολές γνωστών ποιητών και πεζογράφων, ίσως και κριτικών, στον Τόλη Νικηφόρου και επιστολές του ίδιου κατά τον μισό σχεδόν αιώνα της λογοτεχνικής πορείας του ως τώρα. Ακόμη, αναγγελίες εκδηλώσεων, περιγραφές, ανέκδοτα, στιγμιότυπα, ό,τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Κάπως έτσι άρχισαν όλα

 

μαθαίνω μια ζωή την αλφαβήτα

γλιστράω στην επιφάνεια των γραμμάτων

με την παρήγορη ψευδαίσθηση

ότι θα φτάσω στο ωμέγα κάποτε

όπου ενεδρεύει αναπόφευκτα

το ωκεάνιο και πάλι άλφα     

 

Ανέβηκα τις σκάλες και για πρώτη φορά στάθηκα έξω απ’ τη βαριά τζαμόπορτα, κάπως παράμερα. Οι τάξεις των μεγάλων ήταν ερμητικά κλειστές, κανένας δεν κυκλοφορούσε στους διαδρόμους. Δίσταζα. Τελικά, έπιασα το μπρούντζινο πόμολο, έσπρωξα με το χέρι και λίγο με το σώμα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα. Καταϊδρωμένος μετά τη μπάλα, με κάλτσες πεσμένες στον αστράγαλο. Με μελανιές στα καλάμια και τα γόνατα και με τσαλακωμένο παντελόνι.
           Μπήκα στον γαλήνιο χώρο με τα γυαλιστερά τραπέζια και τα ράφια σε ανοιχτό χρώμα ξύλου, με  αθόρυβες καρέκλες. Μου έκανε εντύπωση το φως του ήλιου, αλλού πιο έντονο έως εκτυφλωτικό, με δέσμες που σχημάτιζαν περίεργα ακανόνιστα σχήματα στους τοίχους και το πάτωμα. Κι εκείνη η ιδιαίτερη μυρωδιά από τα έπιπλα και τα βιβλία μαζί με τα αρώματα φυτών και δέντρων που έμπαιναν από τα μεγάλα μισάνοιχτα παράθυρα.
          Τριγύρω σκόρπιοι αρκετοί μεγαλύτεροι μαθητές, κάποια κορίτσια, ένας-δυο καθηγητές. Όλοι καλοντυμένοι, όλοι βυθισμένοι σε χοντρά βιβλία, μερικοί να κρατάνε σημειώσεις σε τετράδια και μπλοκ. Κανείς δεν φάνηκε   να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου. Ξεκίνησα και στάθηκα και περιερ-γαζόμουν με απόλυτη προσήλωση τους πάντες και τα πάντα. Ξεκίνησα και προχωρούσα αργά με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι. Μέσα στην πλήρη αμηχανία μου, ένιωσα να με κατακλύζει κάτι πρωτόγνωρο, κάτι περισσότερο επίφοβο, λιγότερο ηδονικό και απόλυτα ανεξήγητο.
           Παιδί της κατοχής και της Πλατείας Δικαστηρίων, παιδί της γειτονιάς, της μπάλας και των άγριων παιχνιδιών, αναπόφευκτα από τους πιο ζωηρούς της τάξης, είχα ήδη ξεκοκαλίσει χιλιάδες λαϊκά περιοδικά, Και απείρως περισσότερες εφημερίδες, με πρώτο τον Ελληνικό Βορρά,  που άρπαζα από τα χέρια του πατέρα του μόλις εκείνος πατούσε το κατώφλι του σπιτιού. Κυριολεκτικά όποιο χαρτί είχε γράμματα και λέξεις και βέβαια, για δεύτερη φορά, τα έντυπα που κατέληγαν, τετράγωνα κομμένα με το ψαλίδι, ως αυτοσχέδιο και ευρύτατα διαδεδομένο χαρτί υγείας στο αποχωρητήριο.
         Ήταν γιορτή για μένα ν’ ανακαλύπτω, σε σπίτι συγγενικό ή φιλικό και στις ατέλειωτες και εξοντωτικά ανιαρές επισκέψεις με το λικέρ και τα φοντάν, μια στοίβα παλιά και ξεχασμένα περιοδικά.  Τολμούσα τότε να τα ζητήσω κι επέστρεφα στο άντρο  μου με ένα θησαυρό, που καταβρόχθιζα μεθοδικά απ’ τα περιεχόμενα ως την τελευταία λέξη, κάτω δεξιά, στην τελευταία σελίδα. Με έμαθαν λοιπόν οι θείες και οι πολύ μεγαλύτερες ξαδέλφες μου και αρκετές φορές μου έστελναν δεμένα και με φιόγκο όλα τΕίχα διαβάσει και κάποια, μάλλον λιγοστά, ιστορικά  και λογοτεχνικά βιβλία, αυτά που υπήρχαν τότε στο σπίτι, κυρίως από το σακίδιο του πατέρα στη μικρασιατική εκστρατεία. Δοκίμασα την ογκώδη Δίκη των Εξ αλλά τη βρήκα βαρετή και αρκετά δυσνόητη στην καθαρεύουσα. Πολύ πιο γλαφυρές και από πρώτο χέρι ήταν οι διηγήσεις του μπαμπά όταν, αντί για παραμύθια και μάταια προσπαθώντας να με κοιμίσει, μου έλεγε για τη ζωή στη Σμύρνη και την Ευαγγελική Σχολή, και για τον πόλεμο από τη Σμύρνη ως το Εσκί Σεχίρ  και την Αλμυρά Έρημο. Για το πώς χάθηκαν οι δικοί τους, περιουσίες και πατρογονικά εδάφη. Και για την Ανεξάρτητη Μεραρχία που οπισθοχώρησε συντεταγμένη και πολεμώντας μέχρι τα καράβια.
             Το μυθιστόρημα που είχα μάθει σχεδόν απέξω, ήταν οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ σε πέντε τόμους και στην ωραία μετάφραση του Μάρκου Αυγέρη. Με είχε συγκλονίσει η περιγραφή της μάχης του Βατερλώ, η επέλαση του ιππικού στο οροπέδιο του Αγίου Ιωάννη και η απίστευτη κακοτυχία του γάλλου στρατηλάτη. Κι ακόμη, η συνάντηση του Μυριήλ με τον επαναστάτη στο κεφάλαιο, ο Επίσκοπος Μπροστά σ’ ένα Άγνωστο Φως. Τέλος, οι φοιτητές Φίλοι των Αναλφάβητων, η θυσία στα οδοφράγματα, η μεγαλοσύνη του Γιάννη Αγιάννη.
          Πολύ πριν πάω στο γυμνάσιο, στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και ιδίως το καλοκαίρι, όταν έφευγαν οι φίλοι της γειτονιάς για παραθερισμό στα κοντινά χωριά, με άφηναν μόνο στο σπίτι και κλείδωναν με το μακρύ σιδερένιο κλειδί την εξώπορτα για μεγαλύτερη ασφάλεια. Όταν το μεσημέρι γύριζαν από το μαγαζί ο πατέρας και ο μεγάλος μου αδερφός, με έβρισκαν ακριβώς στην ίδια θέση, λες και δεν είχα σηκωθεί ούτε για κατούρημα. Να διαβάζω μισοξαπλωμένος στο τεράστιο διπλό κρεβάτι με τα
παπούτσια μου μόλις να μη λερώνουν την κουβέρτα. Με το αριστερό μου χέρι να στηρίζει το κεφάλι και δίπλα μου μια στοίβα έντυπα. Διάβαζα και το βράδυ, στο φως της γυμνής λάμπας απ’ το ταβάνι, κι ας μου έλεγαν διαρκώς πως θα χαλάσω τα μάτια μου, θα βάλω γυαλιά και θα με κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά.
            Εδώ όμως βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα ηλιόλουστο κόσμο, απόλυτα σοβαρό έως σκυθρωπό, σε έναν κόσμο μυστηριώδη και μαγευτικό, και σε άλλης τάξεως μεγέθη. Έλεγαν ότι η βιβλιοθήκη του Ανατόλια ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα και σίγουρα αυτό ίσχυε για τα αγγλικά βιβλία. Ράφια ατέλειωτα με τεράστια λεξικά, επιστημονικά βιβλία, μελέτες, μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, αστυνομικά, ακόμη και γουέστερν, ποίηση – μια ανεξάντλητη ποικιλία. Όλα δεμένα ομοιόμορφα,  κωδικοποιημένα και ταξινομημένα, με τίτλους πολλές φορές ερεθιστικά ακατανόητους.
            Τα ονόματα των συγγραφέων στη ράχη των βιβλίων μου φάνηκαν παγερά, περήφανα κι απρόσιτα, ενώ εκείνα τ’ άλλα ονόματα, το ένα κάτω απ’ τ’ άλλο στα καρτελάκια μέσα, με μάγεψαν. Συνήθως ανδρικά, καμιά φορά και γυναικεία, μερικά από την εποχή που το σχολείο ήταν στη Μικρά Ασία, όλα τους άγνωστα και μυστηριώδη, με μαύρο ή μπλε μελάνι, σπάνια με μολύβι, με γράμματα όρθια ή πλάγια, καλλιγραφικά ή τσαπατσούλικα, κάποια μισοσβησμένα, άλλα προκλητικά έντονα. Με αυθαίρετη είσοδο μου στον απόκρυφό τους χώρο, λες και αντίστροφα εισέβαλαν στη ζωή μου και την κυρίεψαν ίχνη από τον αόρατο χρόνο του παρελθόντος, έντονα φορτισμένα με άμεσα και ζωντανά αισθήματα. Λες και με καλωσόριζαν στο ταξίδι και την περιπέτεια όλοι αυτοί οι αινιγματικοί συνεπιβάτες.
             Αφού λοιπόν κανένας δεν με πρόσεξε, προχώρησα στο βάθος, έστριψα αριστερά κι έφτασα στη γωνία, εκεί πουσε ειδικό πιο σκούρο έπιπλο ήταν τοποθετημένες δεκάδες περιοδικές εκδόσεις, κυρίως ξενόγλωσσες. Κοίταξα έξω.Από τη μια μεριά, το βουνό των εκδρομών, ο Χορτιάτης της ανατολής του ήλιου, σύμβολο του σχολείου, με απαλές καμπύλες και γιγάντιες καστανιές. Από την άλλη, ο κόλπος σαν ταψί και οι εκβολές του Αξιού, οι δυτικές συνοικίες της προσφυγιάς, εργατικές και καπνισμένες.
              Πέρα απ’ το Μικρό Καραμπουρνάκι, οι υποσχέσεις του καλοκαιριού, στη σειρά η Περαία, το Μπαξέ Τσιφλίκι και η Αγία Τριάδα, με τις ξύλινες σκάλες τους βαθιά μες στον νερό, για να πιάνουν τα βαποράκια, τ’ αραιά σπιτάκια τους μισοκρυμμένα μέσα στα δέντρα. Τα βαποράκια, η Λευκή, ο Ποσειδώνας και ο Αλέκος, και το ταχύτερο όλων, η Ευδοκία. Οι ατέλειωτες ουρές στην παραλία, ο ιδρώτας, οι κληρώσεις, μπισκότα, σοκολάτες και λαχεία, τα μπάνια, οι μέδουσες πολύχρωμες, πολυέλαιοι αστραφτεροί της θάλασσας. Από τα γήπεδα πολύ πλησιέστερα, μόλις έφταναν οι φωνές και κατά διαστήματα ιαχές θριάμβου.
          Μέσα η ησυχία, η δροσερή γαλήνη με τους ψίθυρους σαν πλάσμα ζωντανό, τα βήματα προσεκτικά και οι κινήσεις, κι ανάμεσα στους άλλους ήχους, ανάμεσα στις άλλες μυρωδιές, η διακριτική αύρα και το θρόισμα της σπάνιας γυναικείας παρουσίας. Και τα βιβλία. Χιλιάδες τα βιβλία. Καθένα κι ένας κόσμος διαφορετικός. Τα βιβλία με το δικό τους τρόπο να χαμογελούν και να σου γνέφουν. Να σου υπόσχονται τα μυστικά τους.
        Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα κι ύστερα τόλμησα να περάσω στους εσωτερικούς διαδρόμους. Πρώτα επισκόπησα τα βιβλία συνολικά και από κάθε δυνατή οπτική γωνία. Άπλωσα το χέρι και το τράβηξα. Ύστερα έπιασα μερικά και  εδώ κι εκεί, τα επέστρεψα στο ράφι τους και πήγα παρακάτω. Καθένα μου έδινε και μια διαφορετική αίσθηση. Τέλος, διάλεξα ένα από τα πολλά που ήθελα, αυτό ας πάρω, μονολόγησα, μετά πήρα άλλο ένα και δειλά-δειλά τα πήγα στη βιβλιοθηκάριο.
         Περίμενα με αγωνία να τελειώσει τη δουλειά της και να σηκώσει το κεφάλι, να εκδώσει την ετυμηγορία. Νομίζω ναι, απάντησα όταν εκείνη με ρώτησε ευγενικά αν ήταν επαρκή τα αγγλικά μου. Θα προτιμούσα και τα δύο, επέμεινα όταν μου συνέστησε ν’ αρχίσω με το ένα. Είπα το όνομά μου και το έγραψε, κι έφυγα γρήγορα, στην αρχή πισωπατώντας, μήπως και ξαφνικά το μετανιώσει.
          Από τη μέρα εκείνη, η βιβλιοθήκη με μαγνήτιζε κι έγινα    ο πιο τακτικός επισκέπτης της. Σαν χρυσοθήρας που ξαφνικά αποκαλύφθηκαν μπροστά στα θαμπωμένα μάτια του ολόκληρα βουνά από χρυσάφι, σαν πειρατής που αποβιβάστηκε ρακένδυτος στο εξωτικό νησί των θησαυρών. Των θησαυρών που ήταν δικοί μου αποκλειστικά κι όμως μπορούσαν
να τους νέμονται κι όλοι οι άλλοι χωρίς αυτό να με πειράζει στο ελάχιστο. Των θησαυρών που με κάθε άγγιγμά μου αυξάνονταν και μεγεθύνονταν και συνεχώς φανέρωναν καινούρια θαύματα.
        Οι παιδικές μου παρορμήσεις σταδιακά προσέλαβαν διαύγεια και σαφήνεια και μετατράπηκαν σε σκέψεις. Σκέψεις που αργότερα ωρίμασαν κι έγιναν αποφάσεις. Δύσκολες αποφάσεις που ελάχιστα απείχαν πια από την πρόκληση. Να διαθέτω τον ελεύθερο χρόνο του γι’ αυτόν τον συναρπαστικό καινούριο κόσμο και να μελετάω τα μαθήματά μου μονάχα στα διαλείμματα και στις προηγούμενες απ’ το καθένα ώρες διδασκαλίας. Με το βιβλίο ανοιχτό και όρθιο να ισορροπεί επικίνδυνα στην πλάτη του μπροστινού. Και να διαβάσω όλα   τα βιβλία που ήταν καλά κρυμμένα σε πλήρη θέα στη βιβλιοθήκη. Όλη την πεζογραφία και όλη την ποίηση.
          Αλλά για να διαβάσω όλα τα βιβλία, δεν αρκούσε να αυξήσω το λεξιλόγιό μου, έπρεπε να μην έχω πια καμία άγνωστη λέξη. Στα ελληνικά αυτό του φαινόταν μάλλον προσιτό, στα αγγλικά σχεδόν αδύνατο. Η δεύτερη πρόκληση λοιπόν σήμαινε αναπόφευκτα ότι θα έπρεπε να διαβάσω και    να μάθω το ογκώδες λεξικό. Σελίδα-σελίδα και λέξη-λέξη, απ’ την αρχή ως το τέλος, όσες φορές χρειαζόταν για να ξεμπερδέψω.
          Γιατί όμως όλες αυτές οι προκλήσεις και μεγαλεπήβολα σχέδια που προσέγγιζαν το παράλογο. Είχα ήδη δώσει την απάντηση με βεβαιότητα, ήταν απλούστατα θέμα αρχής. Κανένας μα κανένας δεν μπορούσε να μου επιβάλλει κάτι που εγώ δεν ήθελα. Κι αυτό που ήθελα, από τώρα και για πάντα, ήταν να  διαβάσω όλα τα βιβλία κι ύστερα να γράψω εγώ ένα ράφι βιβλία..
          Αυτά που ακολούθησαν, στη μαθητική μου ζωή κι αργότερα, είχαν την πικρή και κάποτε λυτρωτική γεύση του αναπόφευκτου. Όσα έπραξα ενώπιον του εχθρού κι όσα ποτέ δεν κατόρθωσα να κάνω. Οι ανταρσίες μου και η συνέπειά μου, η περηφάνια και κάποιοι συμβιβασμοί μου. Ήξερα πια ποιος είμαι, ήξερα την πατρίδα μου. Ήξερα αυτό που δεν αλλάζει. Δέχτηκα και το τίμημα που έπρεπε να καταβάλω. Κι έζησα μια ζωή με σφιγμένα δόντια.
           Όλα λοιπόν είχαν αρχίσει το πρωινό εκείνο που ανακάλυψα τον μυστηριώδη και μαγευτικό κόσμο της βιβλιοθήκης. Και μπήκα μέσα του και ταυτίστηκα. Όλα είχαν αρχίσει στη γειτονιά και το δημοτικό σχολείο. Στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς στο σπίτι. Όλα είχαν αρχίσει τότε που γεννήθηκα, στη μακρινή Ιωνία του πατέρα του, στη Μαύρη Θάλασσα της μάνας του. Και ίσως σε μιαν άλλη Ιωνία στη μνήμη των κυττάρων μου, ανεξιχνίαστη, χωρίς αρχή και τέλος, που κάποτε αναδύθηκε κι αμέσως αναγνώρισε την καταγωγή και το πεπρωμένο της.


Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Η περιπέτεια μιας φιλίας

          ωραία μέρα σήμερα

          σαν τίποτα

          τίποτα να μη χάθηκε για πάντα

 

Θα ήταν άνοιξη του 2007 όταν πέρασα μια μέρα προς το μεσημέρι από τη βιβλιοθήκη της Άνω Τούμπας, περίπου τριακόσια μέτρα από το σπίτι μου, για να αφήσω μερικά βιβλία μου. Όταν έφτασε η σειρά μου, διαπίστωσα ότι η βιβλιοθηκονόμος Λυδία ήταν κι εκείνη απόφοιτη του Ανατόλια, νεώτερη φυσικά από μένα, και είχε ήδη ακούσειτο όνομά μου. Μια και δεν περίμεναν άλλοι στην ουρά με βιβλία να παραδώσουν ή/και να δανειστούν, πιάσαμε μιαφιλική κουβεντούλα. Εκεί επάνω, μου είπε ότι ήταν πολύκρίμα που η συνάδελφος της Λένα ήταν απογευματινή γιατίμε είχε ακούσει στα εφηβικά της χρόνια, από τη δεύτερηεξέδρα του Φεστιβάλ της Κ.Ν.Ε., που γινόταν στο Πάρκοτης Νέας Ελβετίας κατά τη μεταπολίτευση. και  ήθελε πολύνα με γνωρίσει από κοντά.

        Πέρασα λοιπόν μια άλλη μέρα από τη βιβλιοθήκη, βρήκα τη Λένα και γνωριστήκαμε πολύ εγκάρδια, εκείνη έψησε τον καφέ και είπαμε πολλά για τις ηρωικές παλιές εποχές και για    τις όχι και τόσο συναρπαστικές νεώτερες. Η Λένα μου φάνηκε ειλικρινής, πολύ δυναμική και δραστήρια, ο τύπος του ανθρώπου που εγώ τουλάχιστον έτεινα να συμπαθήσω αμέσως. Χώρια που ανήκε και στο ζώδιο του Σκορπιού όπως εγώ. Έτσι λοιπόν άρχισα να πηγαίνω τακτικά για καφέ τα πρωινά στη  βιβλιοθήκη και να τα λέμε με τη Λένα. 

         Σύντομα τα πρωινά αυτά μού έγιναν πολύτιμα και η Λένα ολοένα και πιο στενή μου φίλη. Χαιρόμουν μάλιστα που δεν υπήρχε ούτε υποψία ερωτικής έλξης μεταξύ μας  και η φιλία μας ήταν γνήσια και ανόθευτη, η φιλία δύο ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία, έχουν και άλλα κοινά ενδιαφέροντα,  κοινή ιδεολογική τοποθέτηση και μερικές κοινές εμπειρίες. Ενώ, ταυτόχρονα, συμπαθούν και εκτιμούν ο ένας τον άλλο     ως άνθρωπο και ως προσωπικότητα.

           Η Λένα θεωρούσε ότι ήταν καθήκον της να διαβάζει όλα τα καινούρια βιβλία που έμπαιναν στη βιβλιοθήκη για να είναι ενημερωμένη. Συχνά την έβρισκα σκυμμένη πάνω από ανοιχτές σελίδες. Ένα πρωί λοιπόν κατά τις έντεκα που σήκωσε το κεφάλι της για να μου πει καλημέρα και να κάνει τον καφέ, γύρισε προς το μέρος μου και το ξεφούρνισε.

        -Σκέφτομαι να κάνω μια Λέσχη Ανάγνωσης εδώ στη Βιβλιοθήκη, θα με βοηθήσεις;

       - Φυσικά, Λένα μου, θα είναι ωραίο να το κάνουμε αυτό μαζί. Πώς ακριβώς το σκέφτεσαι;

        - Η Κυριακή είναι η πιο κατάλληλη μέρα για τους περισσότερους. Θα έρχομαι το βραδάκι ν’ ανοίξω και θα ανεβαίνουμε στο μακρόστενο πατάρι. Θα διαβάζουμε ελληνικό και ξένο μυθιστόρημα και θα τη συντονίζουμε μαζί. Ξέρω ήδη μερικούς που ενδιαφέρονται, θα βγάλουμε και ανακοίνωση.

         Έτσι κι έγινε. Συγκεντρωθήκαμε μια Κυριακή και βολευτήκαμε τριγύρω στο πατάρι, γνωριστήκαμε, ανταλλάξαμε τις πρώτες απόψεις και συμφωνήσαμε να προτείνει ο καθένας τρία ελληνικά και τρία ξένα μυθιστορήματα, να μπουν αυτά σε δύο πρόχειρες κληρωτίδες και να διαβάζουμε και συζητάμε ελληνικό και ξένο εναλλάξ.

             Τα μέλη ήταν περί τα δεκαπέντε συνολικά, άνδρες και γυναίκες, τριαντάχρονοι ως πενηντάχρονοι και μεγαλύτεροι σαν κι εμένα, αριστεροί και αριστερότεροι, κεντρώοι και κάπως δεξιόστροφοι, με όλες τις οπτικές και τις απόψεις, όλα τα χρώματα και  τα αρώματα, κατά την καθιερωμένη έκφραση. Όλοι πάντως φανατικοί αναγνώστες της λογοτεχνίας. 

         Μπορώ να πω ότι η πρώτη αυτή για μένα Λέσχη Ανάγνωσης  ήταν η πιο πετυχημένη απ’ όλες. Προτείνονταν κάθε είδους μυθιστορήματα και ακούγονταν κάθε είδους απόψεις, υπήρχαν συμπάθειες και αντιπάθειες μεταξύ των μελών χωρίς να προκαλούν άλυτα προβλήματα, βεβαίως και υπήρχαν διαφωνίες, γινόταν έντονη συζήτηση και στο τέλος όλοι φεύγαμε με την προσδοκία της επόμενης συνάντησης.       

           Αν θυμάμαι καλά, η Λέσχη αυτή κράτησε περί τα τρία χρόνια. Όπως όμως όλα έχουν ένα τέλος, ιδίως τα ευχάριστα, μια μέρα ξαφνικά η Λένα μας ανακοίνωσε ότι, με τον Γιάννη Μπουτάρη νέο δήμαρχο, της είχε γίνει πρόταση να αναλάβει τη γραμματεία του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου και φυσικά θα έπρεπε να αποχωρήσει από τη Λέσχη κι εμείς να βρούμε άλλο χώρο γιατί δεν θα ήταν πλέον δυνατόν να ανοίγει τη βιβλιοθήκη την Κυριακή το βράδυ. 

          Δεχτήκαμε με εγκαρτέρηση την ψυχρολουσία, της ευχηθήκαμε καλή επιτυχία στα νέα της καθήκοντα, η Λέσχη φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα στο πατάρι του καταστήματος γυναικείων ρούχων μιας από τα μέλη κι εγώ έχασα τη φίλη μου. Πάει η Λένα, πάνε τα πρωινά καφεδάκια και η κουβεντούλα μας, έχασε και μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντός της η Λέσχη Ανάγνωσης. Προσωρινά, σκέφτηκα και παρηγορήθηκα.

        Μπορώ να πω ότι ήταν πρωτότυπο και  χαριτωμένο  να συζητάμε για μυθιστορήματα ανάμεσα σε κρεμασμένα φορέματα, τα σοβαρά προβλήματα όμως μόλις είχαν αρχίσει. Υπήρξαν αρκετές αποχωρήσεις, υπήρξαν και σοβαρές προστριβές με πρόσθετες αποχωρήσεις. Τα γυναικεία ρούχα    δεν μας άντεξαν για πολύ, παρά τις αγαθές προθέσεις της ιδιοκτήτριας του καταστήματος.  

          Τελικά, όσοι είχαμε μείνει, δεν θυμάμαι πώς ακριβώς, δεχτήκαμε τη γενναιόδωρη πρόταση του βιβλιοπωλείου Μπαρμπουνάκη  να φιλοξενήσει τη Λέσχη μας στον υπόγειο χώρο του, κάπου στη Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αποχαιρετήσαμε λοιπόν το παράταιρο περιβάλλον και, από τις προς τα πάνω σκάλες, οδηγηθήκαμε στις προς τα κάτω και στο τόσο οικείο περιβάλλον των βιβλίων. Και η Λέσχη συνέχισε τη λειτουργία της, κάπως μηχανικά είναι η αλήθεια.

        Δεν ξέρω αν ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου προσδοκούσε αυξημένες πωλήσεις από φανατικούς αναγνώστες της λογο-τεχνίας σαν κι εμάς, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Με αυτά και με άλλα, και αυτή η συνεργασία ατόνησε σταδιακά και βρήκαμε το τελικό φιλόξενο καταφύγιό μας στη Βιβλιοθήκη της Κάτω Τούμπας τη φορά αυτή. Ταυτόχρονα, εγώ ήμουν μέλος και στη Λέσχη Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης Χαριλάου.

         Και τότε εμφανίστηκε και πάλι η Λένα. Μου είπε ότι θα τα κατάφερνε να ξεφεύγει κατά διαστήματα από τα απαιτητικά καθήκοντα της νέας θέσης της και ότι ήθελε να οργανώσουμε μαζί μια Λέσχη Ανάγνωσης Αστυνομικού Μυθιστορήματος. Και Λένα και αστυνομικό λοιπόν ! Ήταν να μην χαρώ ! Ούτε ατμομηχανή δεν θα μπορούσε να σύρει τα αστυνομικά που είχα διαβάσει από τα παιδικά μου χρόνια.                                  

            Την οργανώσαμε λοιπόν και για ένα διάστημα όλα πήγαιναν μια χαρά. Έως ότου η Λένα θέλησε να συζητήσουμε ένα βιβλίο του Μαρτινίδη που ήταν και η συμπάθειά της. Καλός και άγιος ο Πέτρος, ευγενικός, καλλιεργημένος και εύγλωττος, ενδιαφέροντα και τα αστυνομικά του μυθιστορήματα αλλά, ίσως ως πανεπιστημιακός, είχε τη συνήθεια να απαντάει σε  κάθε ερώτηση με μια μικρή διάλεξη.

          Κάποια νεώτερα μέλη της Λέσχης δίπλα μου, με παρακάλεσαν λοιπόν χαμηλόφωνα να ζητήσω να συντομεύει γιατί η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Απευθύνθηκα στη Λένα ως συντονίστρια και έκανα ακριβώς αυτό, όσο το δυνατόν πιο διακριτικά. Η Λένα όμως παρεξηγήθηκε, λες και είχα θίξει κάποια ιερή αγελάδα. 

        -Καλά, αυτοί δεν έχουν φωνή να το ζητήσουν; μου είπε απότομα.

         Πρώτη φορά μου μιλούσε με αυτό τον τρόπο η Λένα και   η έκπληξη ήταν πολύ δυσάρεστη για μένα.

       -Διστάζουν να το κάνουν, δεν το καταλαβαίνεις; Ορίστε, ένας, δύο, τρεις αριστερά μου.

         Ο ίδιος ο Πέτρος έσπευσε να παραδεχτεί ότι είχε μακρηγορήσει και τα πράγματα οδηγήθηκαν σε ένα  μάλλον φυσιολογικό τέλος. Βγήκαμε και φωτογραφία όλοι μαζί. Φαίνεται όμως ότι κάποιο γυαλί είχε ραγίσει.  

          Ακολούθησε την άλλη μέρα μια συζήτηση στο facebook για το θέμα, που έκανε το πράγματα χειρότερα. Ήμουν κι εγώ εκνευρισμένος. της απέδωσα ευθύνες και η Λένα δήλωσε ότι αποχωρεί από τη Λέσχη Ανάγνωσης.

           Εύθραυστη σχέση η φιλία, ιδίως ανάμεσα σε δύο Σκορπιούς. Ακολούθησε ένα διάστημα παγερής σιωπής. Σίγουρα ήμασταν και δύο πολύ στενοχωρημένοι. Δεν ξέρω πόσο καιρό αργότερο, συναντηθήκαμε  με τη Λένα για ένα καφέ. Ανοίξαμε λοιπόν την καρδιά μας, αγκαλιαστήκαμε  και φαίνεται ότι η παρεξήγηση είχε λυθεί οριστικά. Οι αντικειμενικές συνθήκες όμως παρέμειναν οι ίδιες. Εκείνη πνιγμένη στη δουλειά στον Δήμο κι  εγώ με τις δικές μου πολλές ασχολίες.                                        

        Καμιά φορά τώρα, όταν περνάω έξω από τη Βιβλιοθήκη της Άνω Τούμπας, χώρο πλέον ξένο και ψυχρό, νιώθω να με τυλίγει η αύρα εκείνη της παλιάς ζωντανής φιλίας μας, του πρωινού καφέ και της κουβεντούλας μας. Ξέρω βέβαια ότι όσα χάθηκαν, δεν ξαναγυρίζουν πια. Εκείνο όμως που παραμένει ακέραιο  είναι η χαρά μου όταν την ξαναβλέπω έστω για λίγο σε κάποια εκδήλωση. Όταν λέμε δυο κουβέντες, έστω σε κάποιο διάδρομο. Ξέρω τότε ότι θα παραμείνει πάντα στην καρδιά μου, ένας δικός μου άνθρωπος.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Η παλαιά φρουρά δεν παραδίδεται

Αμείλικτα τα πλαγιομετωπικά πολυβολεία του χρόνου  αποδεκατίζουν την παλαιά φρουρά. Από τους 62 συμμαθητές στο γυμνάσιο, έχουν τώρα απομείνει λίγο περισσότεροι από τους μισούς. Μερικοί είναι μόνιμα εγκατεσπαρμένοι σε ξένες χώρες, αρκετοί ζουν στην πρωτεύουσα αλλά βάση της παλαιάς φρουράς παραμένει βέβαια η μητέρα Θεσσαλονίκη. Κάποιοι   δεν έφυγαν ποτέ, πολλοί άλλοι γύρισαν εδώ για πάντα, μετά τις σπουδές τους ή και την εργασία στο εξωτερικό.

         Εδώ και τριάντα τόσα χρόνια λοιπόν,  τέσσερις έως δέκα  από τους μόνιμους κατοίκους της πόλης, μαζί καμιά φορά με επισκέπτες συμμαθητές, συνέρχονται κάθε Κυριακή πρωί, βρέξει χιονίσει, στην καφετέρια Αστέρια του Πανοράματος. Με θέα την πόλη που απλώνεται νωχελικά κάτω, από     το Μεγάλο Καραμπουρνάκι ως το Καλοχώρι, και το αστραφτερό γαλάζιο του Θερμαϊκού με τα σκόρπια πλοία, ενώ στο βάθος υψώνονται οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου.

           Συμμαθητές στο γυμνάσιο από τα δώδεκα, μερικοί  και στο δημοτικό από τα έξι, έχουν φτάσει τώρα ασπρομάλληδες σε ηλικία που πολλοί τους δεν το περίμεναν και κανένας τους με τίποτα δεν το πιστεύει. Και όλοι οι άλλοι θαυμάζουν αυτή την ισόβια  φιλία και απορούν τι λένε κάθε Κυριακή μετον καφέ ή το αναψυκτικό τους. Οι ίδιες οι γυναίκες τους,τα παιδιά τους, οι συγγενείς και οι φίλοι.

           Πριν χρόνια, ο γιος μου με είχε ρωτήσει, «μπορούμε κι εμείς, ρε μπαμπά, όταν φτάσουμε στη δική σας ηλικία, να έχουμε διατηρήσει τη φιλία μας όπως εσείς;» «Αν τιμήσετε τη φιλία σας, αγόρι μου», του απάντησα, «θα την   έχετε για πάντα». Και την τίμησαν με το παραπάνω γιατί κοντά στα σαράντα τους τώρα, παραμένουν πιο πολύ κι από αδέρφια. Ο Νίκος, ο Κώστας, ο Θοδωρής και ο Άρης από το λαϊκό γυμνάσιο και λύκειο της Μαλακοπής, στο θέμα αυτό είναι ίδιοι, ίσως και καλύτεροι από τους παλιούς συμμαθητές του αριστοκρατικού υποτίθεται Κολλεγίου Ανατόλια.

           Ρίχνω μια ματιά τριγύρω, εγώ ο γραφιάς και γραμματικός της παρέας, και βλέπω έναν οικονομολόγο, ένα καθηγητήτου Πολυτεχνείου, ένα μηχανικό με δική του εταιρία, έναν βιομήχανο, έναν άλλο μηχανικό που ζούσε στη Γερμανία και πριν μερικά χρόνια επανέκαμψε, έναν διευθυντή τράπεζας εδώ και στην Κύπρο, έναν διαπρεπή δικηγόρο, έναν καθηγητή του Μετσόβιου που έρχεται κατά διαστήματα από την Αθήνα κι έναν ανώτερο υπάλληλο αεροπορικής εταιρίας. 

         Και γελάω από μέσα μου ! Και απέξω μου καμιά φορά. Γιατί δεν τους βλέπω καθόλου έτσι. Μα ούτε κι εκείνοι τον εαυτό τους. Όχι γιατί είναι πλέον συνταξιούχοι, ομότιμοι ή απλώς απόμαχοι. αλλά γιατί, στην παρέα αυτή τουλάχιστον, έχουν αγκυροβολήσει στα εφηβικά τους χρόνια, έτσι αισθάνονται και έτσι φέρονται και σ’ όποιον γουστάρει. Ασπρομάλληδες έφηβοι που μιλάνε, φωνάζουν και μαλώνουν όπως τότε !!  

          Όχι ότι δεν μας κόστισαν οι απώλειες! Μας κόστισαν  και    πολύ μάλιστα !  Πρώτος είχε φύγει ο Κώστας, που είχε και την ιδέα για τις συγκεντρώσεις αυτές, αρχικά σε καφετέρια  του Σέιχ-Σου μαζί με περπάτημα για λόγους υγείας. Έφυγε ο Τάσος, το υπόδειγμα της λογικής και της δύναμης,  έφυγε ο άλλος Τάσος, το υπόδειγμα ευθύτητας και εντιμότητας, έφυγε και ο τρίτος Τάσος, με το ιδιόμορφο χιούμορ, που είχε περίπου  αμερικανοποιηθεί ! Και οι τρεις φίλοι, συμμαθητές, αδέρφια. Έφυγε ο Δημήτρης μας, ναι, ρε έφυγε! Όχι, δεν θα καθίσω να τους μετρήσω όλους, δεν έχει νόημα, πονάει και πολύ! Γιατί με τα παιδιά αυτά (πάντα παιδιά!), ζήσαμε μια ζωή μαζί, περισσότερα χρόνια απ’ όσα με τους γονείς μας και τα αδέρφια, περισσότερα απ’ όσα με τη γυναίκα και σύντροφο  μας.      

         Ε, καλά, δεν στενοχωριόμαστε εκεί επάνω, περισσότερο γελάμε! Ελεεινολογούμε την πολιτική ζωή του τόπου και τα χίλια δυο στραβά του και, ταυτόχρονα, λατρεύουμε την πατρίδα μας. Όχι, δεν είναι ασυμβίβαστα αυτά τα δύο. Μιλάμε και για ποδόσφαιρο, για στίβο, για μπάσκετ. Για γυναίκες σπάνια πλέον, τι να  πούμε; Για τους χαμένους έρωτες και τα παλιά μεγαλεία; Πονάνε κι αυτά ! Ούτε για το παλιό μας σχολείομιλάμε συχνά. Απλώς χαιρόμαστε ο καθένας την παρέατων άλλων. 

           Η παλαιά φρουρά διαβάζει επιστημονικά βιβλία και συγγράμματα, διαβάζει εφημερίδες και περιοδικά αλλά πολύ λίγο διαβάζει λογοτεχνία. Με κάποιες εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων τον Βύρωνα, τον Λάκη και τον Στέφανο που τα τελευταία χρόνια έχει γράψει μια σειρά βιβλίων για φλέγοντα οικονομικά και πολιτικά θέματα κυρίως. Έτσι, σπάνια ή επιλεκτικά τους μοιράζω τα ποιητικά βιβλία μου και αρκούμαι να εισπράττω τα όποια εγκώμια για τα διηγήματά μου !

           Περιττό να πω ότι με τους σερβιτόρους έχουμε γίνει φίλοι και τα κορίτσια της καφετέριας μας περιποιούνται ιδιαίτερα. Έχουμε το δικό μας τραπέζι και, μαζί με τις παραγγελίες, έρχονται πάντα τυρόπιτες, σπανακόπιτες καικέικ. Κι εμείς φυσικά αφήνουμε το κάτι παραπάνω.

          Αυτή είναι μια γνήσια ανδροπαρέα. γυναίκες δεν χωράνε ανάμεσα μας. Μια φορά είχε κουβαλήσει ο Γιάννης, ώρα του καλή, μια παλιά συμμαθήτρια που, και μόνο με την παρουσία της, χάλασε το όλο κλίμα. Άντε τώρα να προσέχεις τι θα πεις και πώς θα το πεις, να ασκήσεις αυτοσυγκράτηση, να σου έρχεται η βρισιά και να την καταπίνεις. Δεν γίνεται με τίποτα !

          Η παλαιά φρουρά λοιπόν δεν παραδίδεται. Γράφει μετην πράξη της ζωής της το πιο ωραίο ποίημα, το πιο ωραίο λογοτεχνικό βιβλίο. Ίσως κατά κάποιο τρόπο να είναι και ηπιο γνήσια Λέσχη Ανάγνωσης. Γιατί διαβάζει ο καθένας μαςκαι συζητάει το πιο αυθεντικό βιβλίο στην τόσο οικεία περιπέτεια και τις λεπτομέρειες της ζωής των άλλων. Με όλες τις επιτυχίες, τις διαψεύσεις, τα πάθη και τα λάθη τους.   

          Η παλαιά φρουρά δεν παραδίδεται. Πέφτει και θα πέσει ως το τέλος επί των επάλξεων. Γιατί ήδη παίζουμε την παράταση και το ξέρουμε. Γιατί κάθε τόσο ακούμε για μια  νέα απώλεια. Ή κάποιος δεν έρχεται πια την Κυριακή. Λυπάμαι αυτόν που θα μείνει τελευταίος. Να περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα, να ψάχνει μάταια κάποιον άλλο και ξαφνικά η καφετέρια να του φαίνεται τόπος άψυχος και πικρός, ξένος.

          Την ευαρέσκεια τους εκφράζουν την άνοιξη στο μεγάλο μπαλκόνι τα σπουργίτια. Που φτερουγίζουν τριγύρω, χοροπηδάνε στα διαζώματα, τσιμπολογάνε τα ψίχουλα στα τραπεζάκια. Την εκφράζουν κουνώντας καταφατικά το κεφαλάκι ους. Ποιο άλλο πλάσμα θα καταλάβαινε καλύτερα το πρόσκαιρο της κάθε ύπαρξης και την αξία της αφοσίωσης;

          Αν προσέξει κανείς μάλιστα κάπως καλύτερα, τις μέρες που έχει διαφάνεια και ο Όλυμπος στο βάθος φαίνεται να αγγίζει το νερό, θα δει τους θεούς να χαμογελάνε. Λίγο μελαγχολικά. είναι η αλήθεια, αλλά και σαν αναγνώριση μιας θείας ιδιότητας στους θνητούς. Με όλες τις ελλείψεις και τα ελαττώματα μας, ένα θεϊκό χαμόγελο προς το τέλος της παράστασης, δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο.

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Επέμβαση ανοιχτής καρδιάς

 
είμαι ένας Σάυλωκ παράξενος
σας δίνω την ψυχή μου δώρο
και παίρνω τη δική σας την ψυχή
προσάναμμα μιας φωτιάς πάντα καινούριας
                                      



- «Η Βικτωρία έδωσε τα ποιήματά σου στους μαθητές της», μου είπε στο τηλέφωνο ο Ανδρέας. «Δεν θα σου πω πόσοτους άρεσαν, μίλησε καλύτερα με εκείνη».  .
        - «Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο τους άρεσαν»,μου είπε η Βικτωρία και πάλι στο τηλέφωνο λίγη  ώρα αργότερα. «Θα αφήσω εκείνους να σου το δείξουν στην εκδήλωση που έχουμε οργανώσει. Ελπίζω να έρθεις μαζίμε τη Σοφία».
         Ήταν κάτι που δυσκολεύτηκα να πιστέψω. Τεράστια έκπληξη και μυστήριο μαζί. Καταρχήν, δεν νόμιζα ότι η Βικτωρία αγαπούσε ιδιαίτερα την ποίησή μου ή ότι συμπαθούσε καν εμένα τον ίδιο.  Τόσοι και τόσοι καθιερωμένοι ποιητές υπάρχουν, παλιοί και νεώτεροι, γιατί να δώσει τα δικά μου ποιήματα στους μαθητές της; Και τι θα καταλάβαιναν οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες από εικοσιπέντε ως εξήντα πέντε χρονών, που είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου στη ζωή τους και μόλις τώρα τους δινόταν η δυνατότητα στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας να πάρουν το απολυτήριο του γυμνασίου; Ίσως να είχαν ακούσει κάποτε για τον Σολωμό ή τον Καβάφη, δεν είχαν όμως καμία απολύτως εξοικείωση με τη σύγχρονη ποίηση.  Κάτι που βεβαίως θεωρούσα απαραίτητο για να καταλάβει κανείς, να εκτιμήσει και να απολαύσει την ποίηση.
          Με αυτές τις σοβαρές επιφυλάξεις, ενημέρωσα τη Σοφία και ξεκινήσαμε να βρούμε το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας για να παρακολουθήσουμε την εκδήλωση. Ήταν κάπου στην Εθνικής Αμύνης. Φτάσαμε, ανεβήκαμε τις σκάλες και οδηγηθήκαμε σε μια κατάμεστη αίθουσα. Εκεί γνωριστήκαμε με τη συμπαθητική διευθύντρια και είδαμε τη Βικτωρία, φωτεινή και κεφάτη, αξιαγάπητη, να συντονίζει τα πάντα. Λες και είχε μεταμορφωθεί από απλή φιλόλογος σε ένα πλάσμα περίπου μαγικό.
         Μετά από σύντομους προλόγους και παρουσιάσεις, εικοσιπέντε μαθητές, καθισμένοι σε τραπεζάκια που είχαν σχηματίσει ένα μεγάλο Π, άρχισαν να διαβάζουν, ο καθένας  από ένα ποίημα μου της απόλυτης επιλογής του. Και τα διάβαζαν καλά, με δυνατή φωνή, χωρίς κόμπιασμα και λάθη, με ελεγχόμενη συγκίνηση. Ενώ οι συμμαθητές τους στο ακροατήριο άκουγαν βουβοί κι αθόρυβοι και, κατά διαστήματα, ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα.
          Εγώ παρακολουθούσα προσεκτικά και δυσκολευόμουν να πιστέψω, αυτή τη φορά αυτό που έβλεπα. Ομολογώ ότι κάπου μέσα μου καμάρωνα αλλά η αμηχανία μου υπερίσχυε σαφώς. Αυτή η αμηχανία χτύπησε κόκκινο στο τέλος της εκδήλωσης. Όταν άρχισαν να έρχονται ένας-ένας αρκετοί μαθητές, ώριμοι άντρες και γυναίκες, για να μου πουν πόσο σημαντικό για κείνους ήταν το ποίημα που διάβασαν και να μου σφίξουν το χέρι ή να μου κρατήσουν και τα δύο χέρια. Μια αναγνώστρια μου είπε, μάλιστα, «αυτό το ποίημα είναι η ζωή μου», ενώ μια άλλη με κοίταζε με δάκρυα στα μάτια. Ενώ εγώ ψέλλιζα ένα «χαίρομαι» ή ένα «ευχαριστώ» και τους ανταπέδιδα τη χειραψία με ένα χαμόγελο ή και ένα χτύπημα στην πλάτη.                      
          -«’Ασε τα περί αμηχανίας», άκουσα μέσα μου να με ειρωνεύεται  ο κυνικός εαυτός μου, «καμαρώνεις σαν τογύφτικο σκεπάρνι». Ε, ναι, καμάρωνα μέσα στην αμηχανία μου και ενώ διερωτόμουν αν είχα κοκκινίσει ύστερα από τόσα χρόνια. Δεν τόλμησα όμως να ρωτήσω τη Σοφία.
           Τα υπόλοιπα, ερωτήσεις, απαντήσεις, αμοιβαίες ευχαριστίες και τα παρόμοια, δεν διέφεραν ουσιαστικά από τα καθιερωμένα και δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι, η συναισθηματική αυτή κορύφωση, η  συγκλονιστική εμπειρία άλλαξε την άποψη και την οπτική
μου για την ποίηση. Με την εξαίρεση ποιημάτων εσκεμμένα δυσνόητων, που κι εγώ ο ίδιος συχνά δεν καταλαβαίνω, το πρωταρχικό στοιχείο δεν είναι η εξοικείωση με την ποίηση, είναι ο δεκτικός άνθρωπος με την ανοιχτή καρδιά.  Στην ανοιχτή καρδιά των ταλαιπωρημένων από τη ζωή ανθρώπων είχαν επέμβει τα ποιήματά μου με τα εκπληκτικά αυτά αποτελέσματα. Και όχι μόνο τα δικά μου βέβαια αλλά πιθανότατα και άλλων ποιητών, αν δινόταν στους μαθητές η ευκαιρία να τα διαβάσουν.
             Φεύγοντας από το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας με μια αίσθηση ευφορίας κι ενώ κρατούσα σφιχτά το χέρι της Σοφίας που συνέχιζε να με μακαρίζει, μου ήρθαν στον νου οι στίχοι του πρόωρα χαμένου ποιητή και φίλου Ανέστη Ευαγγέλου. «Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου, δεν είμαι μόνος».
 

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Η ποίηση όμως δεν κινδυνεύει !!

                                                Ερατώ, η μούσα της ποίησης

Η ποίηση όμως δεν κινδυνεύει


ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ ΤΟΥ «Μ» ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ '90
(τεύχος 28, Σεπτέμβριος 2002) 

Τα ερωτήματα που κατά καιρούς διατυπώνονται δημοσίως ως προς την πορεία της τέχνης και της λογοτεχνίας, την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ρευμάτων, ανησυχιών και διαλόγου ναι μεν είναι εύλογα, πλην όμως γνωστά. Αυτό που θα ήταν συνεισφορά, είναι η διατύπωση ουσιαστικών προτάσεων που θα συνέβαλαν πραγματικά στο ξεκίνημα ενός διαλόγου. Τα ερωτήματα είναι κοινά, οι απαντήσεις είναι το ζητούμενο∙ αν και συνήθως αποφεύγονται τόσο τα πρώτα, όσο και οι δεύτερες. Σημασία έχει το «φαίνεσθαι» και το «προβάλλεσθαι» παντοιοτρόπως και ποικιλοτρόπως. Η ατομική υπεροχή μέσω μιας αυτιστικής συμπεριφοράς όχι μόνο αποτρέπει την παραχώρηση ζωτικού χώρου στον άλλο, αλλά αντιθέτως επιβάλλει την αποσιώπηση των απόψεων, όταν δεν κατορθώνεται η πλήρης εξαφάνισή τους. Ο διάλογος προϋποθέτει αποδοχή∙ ο σύγχρονος πολιτισμός δημόσιες σχέσεις. Οι καινούριες ιδέες και τα νέα ρεύματα δεν εξασφαλίζονται με κεντρικούς προγραμματισμούς, με διακηρύξεις, κρατικές χορηγίες ή κομματικές αναρριχήσεις, όταν μάλιστα συστηματικά αγνοούνται και συχνά περιθωριοποιούνται οι ίδιοι οι δημιουργοί των ιδεών και των ρευμάτων.
Μακριά από μας η μακαριότητα ενός καλοβαλμένου μικρόκοσμου. Προσεκτικοί σε μανιφέστα, παραμένουμε εν τούτους πρόθυμοι σε συνεργασίες, συλλογικότητες κι απόψεις που αναγκαστικά προχωράνε τη σκέψη και την ελπίδα μας. Παλιότερο όνειρο του συνεργάτη μας Χρήστου Ηλιόπουλου ο διάλογος για την τέχνη από τις στήλες του «Μανδραγόρα»∙ όμως στην κοινωνική συγκυρία της ιδιωτικότητας και της απομόνωσης ο διάλογος μέσα από το περιοδικό παρέμενε ανεκπλήρωτη επιθυμία μας. Απρόσμενη η ζεστή και ουσιαστική συμβολή του Τόλη Νικηφόρου μας κέντρισε για δημοσίευση (κι όχι μονάχα για τα επαινετικά εισαγωγικά του σχόλια). Πρόθυμοι για τη συνέχεια παραμένουμε διαθέσιμοι και διατεθειμένοι.
«Μ»    

Φίλε μου Κώστα, 
Ευχαριστώ θερμά για τα δώρα σου. Τα ωραία, τα ενδιαφέροντα, τα ερεθιστικά. Την «Ανθολογία Ποίησης της Γενιάς του '90 Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς», τα ποιήματά σου «Μηνύματα σε κινητό» και τα ποιήματα του Αλέξανδρου Αραμπατζή «Δύο Δρυοκολάπτες δραπετεύουν από το Δρυοκολαπτεκκολαπτήριο» (με προσοχή αυτή τη λέξη, ε;)
Τα βιβλία του Μανδραγόρα, εκτός από την όραση, απευθύνονται στην όσφρηση και στην αφή μου, μου δίνουν μια αίσθηση του εξ αποστάσεως οικείου και του ερωτικού. Μακάρι να 'ξερά γιατί. Ίσως επειδή αναδίδουν τον πόνο, το μεράκι και τον έρωτα εκείνων που τα γέννησαν. Χώνονται, λοιπόν στα χέρια μου, κι εκεί, σαν πλάσματα ζωντανά (που είναι), μοσχοβολούν, χαϊδεύονται, μου εμπιστεύονται τα μυστικά τους. Όχι όλα. Όσα είναι ασφαλές για όλους να γνωρίσουμε.
Τρία τα βιβλία, τρεις και οι απαντήσεις. Πρώτα για την ανθολογία. Τη διάβασα με εξαιρετικό ενδιαφέρον, από τη σύντομη εύστοχη εισαγωγή σου και τη διορατική αναλυτική παρουσίαση της Αγγελικής Κωσταβάρα, ως τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της δουλειάς των 35 νέων ποιητών. Να σκεφτείς ότι, ως τώρα, ήξερα μόνο τον Γιώργο Λίλλη και την Αριστέα Παπαλεξάνδρου, κι αυτούς χάρη στις εκδόσεις του Μανδραγόρα.
Μίλησες για διάλογο (τα ίδια τα κείμενα τον προκαλούν), και αισθάνθηκα αμέσως την ανάγκη να ανταποκριθώ. Πρώτα απ' όλα για να πω πόσο χάρηκα με την παρουσία της πολύχρωμης νεότατης γενιάς, με τα τόσο ζωντανά και προικισμένα αυτά παιδιά που μερικές φορές μου θύμισαν τη δική μου πίκρα, οργή και απελπισία όταν τύπωσα τους Άταφους το 1966, περίπου όταν γεννήθηκε ο μεγαλύτερός τους. Και το συμπέρασμα; Όχι, η ποίηση δεν κινδυνεύει. Ούτε από τα μεγάλα συμφέροντα, ούτε από τους εμπόρους που δεν την προωθούν, ούτε από την εξουσία, το υπουργείο παιδείας, τις κρατικές επιτροπές και τον τύπο, ούτε από το καταναλωτικό πρότυπο της κοινωνίας και τη γενική αποχαύνωση. Αρκεί να έχουμε όλοι επίγνωση των ορίων μας και του προορισμού μας. Όπως διαισθάνομαι ότι συμβαίνει με αυτούς τους νέους ποιητές.
Και βέβαια συμφωνώ με τις περισσότερες από τις διαπιστώσεις και τις παρατηρήσεις σας, τις δικές σου και της Αγγελικής. Θα ήθελα όμως να σας υπενθυμίσω τις κοινωνικές συνθήκες και την κατάσταση του ανθρώπου σε προηγούμενες εποχές, να επισημάνω την αναλλοίωτη φύση του ποιητικού φαινομένου και τη στάση του ποιητή σ' αυτόν τον αποτρόπαιο κόσμο που είναι ταυτόχρονα και κόσμος των θαυμάτων.
Ο κάθε ποιητής ζει με την αυταπάτη της μοναδικότητας. Της μοναδικότητας των συνθηκών μέσα στις οποίες διαδραματίζεται η προσωπική του περιπέτεια, της μοναδικότητας της ποιητικής του έκφρασης, της μοναδικότητας της γενιάς του. Και, βέβαια, της μοναδικότητας των δικών του συγκινήσεων, του δικού του έρωτα, των δικών του απογοητεύσεων, των δικών του κοινωνικών και υπαρξιακών προβλημάτων. Και είναι φυσικό αυτό, αφού ο δημιουργός ιδιαίτερα αλλά και κάθε άνθρωπος είναι προορισμένος να ανακαλύπτει τον κόσμο απ' την αρχή.
Μετά από τόσες διαψεύσεις, μετά από δεκαετίες άγχους και κατάθλιψης και μέσα σε τόσες θηριωδίες και απειλές, πρώτος εγώ θα έλεγα ότι ζούμε σε μια τραγική εποχή. Με τον θάνατο και την πορνεία να παρελαύνουν ξετσίπωτα στις οθόνες και νέους εφιάλτες να προβάλουν κάθε τόσο στον ορίζοντα. Όπως εξάλλου το έχω εκφράσει στα βιβλία μου. Ποια εποχή όμως υπήρξε καλύτερη; Στην Ελλάδα, τις ευρωπαϊκές και τις άλλες χώρες; Μήπως το σφαγείο των χαρακωμάτων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά, οι δικτατορίες του μεσοπολέμου, η γραμμή παραγωγής που έστησαν οι ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πρώτη ύλη τα κουφάρια των αθώων, οι δυο ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία, το εκ των προτέρων καταδικασμένο αντάρτικο, ο ψυχρός πόλεμος και η ισορροπία του πυρηνικού τρόμου, η δικτατορία των ηλιθίων; Η μήπως η άγρια φτώχεια, η καταπίεση και η καθολική κοινωνική υποκρισία, η σκλαβιά των γυναικών και, παλιότερα, η ελέω θεού εξουσία, ο μεσαίωνας και η κληρικοκρατία. Με το προσδόκιμο της ζωής στα τριάντα και τα σαράντα χρόνια. Όπου και να ανατρέξει κανείς με καθαρό μυαλό, βλέπει ουσιαστικά το ίδιο έργο, την ίδια τραγωδία, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Απλούστατα, τότε είχαμε το προνόμιο της άγνοιας, ξέραμε μόνο τη γειτονιά μας και λίγο παραέξω, δεν εισέβαλε η φρίκη κάθε μέρα στο καταφύγιό μας.
Κατά τη γνώμη μου, η αλήθεια είναι ότι το πλάσμα που σηκώθηκε στα πισινά του πόδια κάπου στη Νότια Αφρική πριν ένα με ενάμισι εκατομμύριο χρόνια και ονομάστηκε homo erectus, εξακολουθεί να ζει την προϊστορία του. Ένα ανθρωποειδές στην κορυφή της διατροφικής αλυσίδας, ικανό για το καλύτερο και, ιδίως για το χειρότερο, βυθισμένο στην αμάθεια και την αυταρέσκεια, ένας φονιάς των άλλων πλασμάτων αλλά και των ίδιων των αδελφών του. Που ωστόσο έχει τη δωρεά να ρωτάει, να αγωνίζεται και να ματώνει για να φθάσει κάπου αλλού, να αγγίσει το φως και την ουτοπία. Η Ελλάδα, λοιπόν, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, πάντοτε βούλιαζε μέσα στα σκατά. Την εποχή του Αναγνωστάκη μάλιστα, που ήταν και δικά μου παιδικά χρόνια, τα σκατά ήταν πιο δύσοσμα, μέσα στο περιτύλιγμα των υποσχέσεων και των ψευδαισθήσεων και έπνιξαν την ωραιότερη ίσως γενιά των ρομαντικών και ονειροπόλων, για να διαπιστώσουν οι επιζήσαντες εκ των υστέρων ότι το κιβώτιο ήταν αδειανό. Όπως ισχύει και για τον νόμο, είναι σκληρή η αλήθεια, αλλά παραμένει η αλήθεια. Και ποίηση, με τον δικό μου ορισμό, είναι η δια του λόγου αναζήτηση της αλήθειας.
Για ποια άνθιση (κάποτε) της ποίησης λοιπόν μιλάμε, και για ποιον εξοβελισμό της (τώρα) από την κοινωνία; Ποιος ενδιαφερόταν ποτέ για την ποίηση; Ο Σεφέρης δεν τύπωνε τα βιβλία του σε 300 αντίτυπα; Αποφοίτησα από το Ανατόλια το 1957, ένα σχολείο με φιλελεύθερη παράδοση, καταφύγιο αριστερών καθηγητών, με λαμπρούς φιλολόγους, όπως ο Παραράς, ο Γεωργοπαπαδάκος, ο Παπαχατζής και ο Μιχαλόπουλος, και αποφοίτους εκείνης της δεκαετίας, μεταξύ των άλλων, τον Βασίλη Βασιλικό, τον Περικλή Σφυρίδη, τον Ανέστη Ευαγγέλου, τον Σάκη Παπαδημητρίου. Πόσοι διάβαζαν ποίηση σε μια τάξη 110 εφήβων ; Πέντε ή εφτά; Στα γραφεία της μεγάλης εταιρίας στο κέντρο του δυτικού Λονδίνου, όπου εργάστηκα. (1967-1971), κανένας από τους δεκάδες άγγλους, αμερικανούς και πολλών άλλων εθνικοτήτων συναδέλφους μου (αστούς πτυχιούχους), δεν είχε ποτέ του διαβάσει ποίηση. Και βέβαια την αντιμετώπιζε, όπως λέτε, με την χλεύη (του χωριάτη), με ειρωνική συγκατάβαση (του πνευματικά καθυστερημένου) ή αδιαφορία (του απαίδευτου). Ή με ανοιχτό το στόμα (του δεκτικού αλλά ανίδεου).
Μόνον κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και ιδίως τη δεκαετία μετά την κατάρρευσή της, υπήρξε μια άνθιση της ποίησης που ονομάστηκε στρατευμένη ή κοινωνική. Αυτό το προσωρινό φαινόμενο, σαν εκρηκτική αντίδραση στην καταπίεση και σαν μια διεκδίκηση του ονείρου, με ολόψυχη δική μου συμμετοχή, έσβησε φυσιολογικά για να κυριαρχήσει πάλι ο βόθρος. Ακόμη και τότε όμως, όταν μπαίναμε στον χώρο μιας λογοτεχνικής εκδήλωσης, γνωρίζαμε τους περισσότερους, από τους εικοσιπέντε ή τριάντα που είχαν προσέλθει, από το πίσω μέρος του κεφαλιού τους.
Είναι παρήγορο έως ζωτικό να εξωραΐζει κανείς το παρελθόν, να νοσταλγεί τα νιάτα του και την αθωότητα, να λέει εμείς ήμασταν διαφορετικοί, άλλος ο κόσμος τα χρόνια εκείνα. Οι στίχοι όμως κινητοποιούσαν τις μάζες και ανέτρεπαν καθεστώτα μόνο στη φαντασία του ποιητή. Σε ποιούς προκάλεσε αναστάτωση η γενιά του '30; Σ' εσένα, εμένα και τον Αρανίτση; Και σε μερικές εκατοντάδες έως χιλιάδες ακόμη; Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού χαμπάρι δεν πήρε ποτέ, αν καν υπήρξε μια γενιά του '30. Πληροφορήθηκε, βεβαίως, για Νόμπελ, βραβεία Λένιν και άλλα τέτοια ανέκδοτα.
Στη σκληρή πραγματικότητα, η ποίηση είναι μια ανταρσία από τους ελάχιστους και για τους ελάχιστους. Καθώς συνιστά μια επώδυνη και συγκλονιστική μετάβαση από τον κόσμο της καθημερινής κτηνωδίας στον μόλις ορατό κόσμο των θαυμάτων. Καθώς, από τη μια μεριά, προϋποθέτει μεγάλη δωρεά, καλλιέργεια και ευαισθησία τόσο του ποιητή όσο και του αναγνώστη, κι από την άλλη θίγει την ίδια την υφή της καθημερινότητας. Της καθημερινότητας που ελάχιστα μεταβάλλεται με οποιοδήποτε κοινωνικό καθεστώς.
Πώς να αρέσει στον οποιονδήποτε νοικοκύρη, τον κύριο ή την κυρία τάδε, υπάλληλο, επιστήμονα, εργάτη, να μπαίνει κάποιος στο σπίτι του και να κατουράει στα ασημικά του;Πώς να ανεχθεί ο οποιοσδήποτε υποταγμένος να θίγονται τα ζωτικά του ψεύδη, να εξευτελίζονται τα υλικά του επιτεύγματα, να κλονίζονται τα θεμέλια της ζωής του, να απειλούνται οι συμβάσεις του, τα πρότυπα και οι εντολές του κράτους, της εκκλησίας, του τύπου, της παράδοσης; Εκτός και αν η ποίηση είναι ανώδυνη (οπότε αναιρείται η ίδια της η υπόσταση), όπως τα γνωστά χαζολογήματα που δημοσιεύονται κατά κόρον σε φυλλάδες και παραλογοτεχνικά περιοδικά.
Η ποίηση είναι ανατρεπτική (για τους ελάχιστους δεκτικούς και επαρκείς) και ο ποιητής περιθωριακός από τη φύση του. Ένας χαρισματικός αποσυνάγωγος, ένα επικίνδυνο αδέσποτο σκυλί. Γι' αυτό και ο θανάσιμος εχθρός του, η κάθε είδους εξουσία σε κάθε χώρα και εποχή, επιδιώκει να τον αλιεύσει από τον δρόμο και να τον εγκαταστήσει στην άνεση του καναπέ, να μεταποιήσει το αδέσποτο σε οικόσιτο. Να τον εξαγοράσει με τιμές, οφίκια, βραβεία, να τον γελοιοποιήσει (που είναι το ίδιο ουσιαστικά), ή να τον συκοφαντήσει. Και, στην καλύτερη περίπτωση, τον αγνοεί.
Νομίζω ότι οι ποιητές της νεότατης γενιάς ήδη διαισθάνονται την αλήθεια αυτή, όπως επισημαίνει και η Αγγελική Κωσταβάρα. Έτσι κι αλλιώς όμως, σύντομα θα την συνειδητοποιήσουν. Σύντομα θα κληθούν να απαντήσουν σε αμείλικτα ερωτήματα, να επιβιώσουν ως ποιητές ή να χαθούν. Γιατί κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν τόσοι και τόσοι ποιητές των προηγούμενων γενεών μετά το πρώτο ή το δεύτερο βιβλίο; Παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο τους; Οι νέοι ποιητές γράφουν για τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα, για κάποιο πιστοποιητικό από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους; Ή μήπως γιατί αυτή είναι η εσωτερική τους εντολή, γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς; Αναγνωρίζουν το πεπρωμένο τους, την επιταγή για τη μυστική τους ολοκλήρωση;Εισπράττουν την ανταμοιβή τους πρώτα από τον ίδιο τους τον εαυτό, και μετά από τα λιγοστά αδέλφια τους; Θα μπορούσαν να ζήσουν αν κάποιος ή κάτι τους εμπόδιζε να γράψουν; Θα συνέχιζαν να χαράζουν τις λέξεις τους στο γρανίτη της σπηλιάς τους, έστω και αν ποτέ κανένας δεν ανακάλυπτε το ερημητήριό τους; Θα συνέχιζαν να γράφουν αν πίστευαν, όπως εγώ, ότι τελικά όλα θα γίνουν χώμα και δεν θα μείνει απολύτως τίποτα;
Είμαι βέβαιος ότι και η νεότατη γενιά με τη σειρά της, σύντομα θα γίνει ορατή (ό,τι και να σημαίνει αυτό), θα εκδώσει τα λογοτεχνικά περιοδικά της, θα κάνει τις κωλοτούμπες και τις αμοιβαίες εξυπηρετήσεις της, θα στείλει τους ευνοούμενούς της στις τοπικές και διεθνείς εμποροπανηγύρεις, θα συμμετάσχει σε δεξιώσεις και πολιτιστικές ολυμπιάδες, θα τιμηθεί (!) με λογοτεχνικά βραβεία. Ελάχιστη σχέση θα έχουν όμως όλα αυτά με την αξία των ποιητών, και απολύτως καμία με το μεθυστικό και ανεξιχνίαστο μυστήριο του ποιητικού φαινομένου.
Από τις διακόσιες συμμετοχές και από τους τριανταπέντε που επιλέξατε, προβλέπω ότι οι περισσότεροι θα χαθούν. Η ποίηση όμως δεν κινδυνεύει, θα συνεχίσουν οι υπόλοιποι. Κι ανάμεσά τους, εκείνοι που τους είναι αδύνατον να παραβούν την εντολή. Εκείνοι που πυρπολούνται, και γνωρίζουν ότι κανείς μα κανείς σ' αυτό τον μάταιο κόσμο δεν μπορεί να τους εμποδίσει να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Να πουν τα δυο τους λόγια, λόγια περηφάνειας και ελευθερίας, να προσεγγίσουν με θαμπωμένα μάτια την ουτοπία, πριν φύγουν κι αυτοί με τη σειρά τους, να περπατήσουν σχεδόν τυφλοί στα σκοτεινά, μιλώντας σε φανταστικούς διαβάτες, σφίγγοντας το ένα χέρι τους με το άλλο σαν νιώθουν μόνοι.
Ευχαριστώ και πάλι
με φιλικούς χαιρετισμούς και αγάπη