Μεγάλωσα σ’ ένα διαμέρισμα της Αγνώστου
Στρατιώτου με τις ιστορίες που μου
έλεγε ο μπαμπάς για την πατρίδα. Τη δική του πατρίδα που, με κάποιο μυστηριώδη
τρόπο, κατέληξα να τη νιώθω και δική μου. Σαν τον χαμένο παράδεισο
οικογενειακής θαλπωρής, πλούτου αλλά και αθωότητας. Πατρίδα του ήταν το
Σαλιχλί, οι αρχαίες Σάρδεις της Μικράς Ασίας, και σε μικρότερο βαθμό η Σμύρνη,
όπου ο πατέρας είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή, ένα από τα δύο μεγάλα σχολεία του
ελληνισμού στην Τουρκία μαζί με τη
Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη.
Ιστορίες για την πατριαρχική οικογένεια με τα 13 παιδιά, με τον λόγο του
πατέρα νόμο και συμβόλαιο, με τη μητέρα αρχόντισσα του σπιτιού και τον μεγάλο
γιο να χειρίζεται όλα τα θέματα της καθημερινότητας. Όπως τότε που κάλεσε ο
δάσκαλος τον κύριο Μανώλη στο σχολείο για να του πει ότι ο Νίκος τα έπαιρνε τα γράμματα αλλά ο μεγαλύτερός
του Αριστείδης τον έβγαζε από τη
γραμμή για να πάνε να παίξουν στα γιαπιά. Φώναξε λοιπόν ο Μανώλης τον Αριστείδη και τον ρώτησε: «Τι θέλεις, βρε,
πρόβατα ή γράμματα;».
«Πρόβατα», απάντησε ο Αριστείδης. «Ε, τράβα στα πρόβατα και άσε το παιδί να
μάθει γράμματα». Τόσα απλά και ξεκάθαρα ήταν τα πράγματα τότε.
Ιστορίες, ατέλειωτες γοητευτικές ιστορίες, αργότερα τραγικές.Ιστορίες για την πατρίδα που συνεχίστηκαν και τελείωσαν με την προέλαση του ελληνικού στρατού ως την Αλμυρά Έρημο και, αργότερα, με την καταστροφή, κατά την οποία η Ανεξάρτητη Μεραρχία δεν παραδόθηκε αλλά διέσχισε πολεμώντας τα 600 χιλιόμετρα από τα βάθη της Φρυγίας ως τα πλοία που την περίμεναν στο Δικελί. Μαζί και ο λοχίας του πυροβολικού από το Σαλιχλί.
Ιστορίες, ατέλειωτες γοητευτικές ιστορίες, αργότερα τραγικές.Ιστορίες για την πατρίδα που συνεχίστηκαν και τελείωσαν με την προέλαση του ελληνικού στρατού ως την Αλμυρά Έρημο και, αργότερα, με την καταστροφή, κατά την οποία η Ανεξάρτητη Μεραρχία δεν παραδόθηκε αλλά διέσχισε πολεμώντας τα 600 χιλιόμετρα από τα βάθη της Φρυγίας ως τα πλοία που την περίμεναν στο Δικελί. Μαζί και ο λοχίας του πυροβολικού από το Σαλιχλί.
Όλα αυτά και πολλά άλλα, που συνήθως μου εξιστορούσε ο
πατέρας μου για να κοιμηθώ, είχαν
προσλάβει μέσα μου τις διαστάσεις του ονείρου και του μύθου, έως ότου ένα
φιλικό ζευγάρι μου χάρισε τους τέσσερις τόμους του ιστορικού μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη, Τα παιδιά της Νιόβης, και τα είδα να επιβεβαιώνονται, να
διευρύνονται και να αναδεικνύονται στο βιβλίο του λίγο νεώτερου συμπατριώτη του
πατέρα μου.
Κάποια στιγμή αναδύθηκε από μέσα μου το ποίημα «Δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί».
εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου
εκεί ξεψύχησε ο παππούς μου
όμως εγώ
δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί
τα τραίνα όταν σφυρίζουν στον σταθμό
φωνές και γλώσσες μυστικές
δεν άκουσα
το αιωνόβιο επιφώνημα των δέντρων
από τις χαραμάδες της αυγής
τα χόρτα όταν νοτίζουν το αρχαίο λιθόστρωτο
κορίτσια με πολύχρωμα φορέματα
δεν είδα
δεν αγάπησα
τη γειτονιά να αχνίζει μες στο σύθαμπο
ένα λευκό κοπάδι τ' ουρανού
το απέραντο γαλάζιο να ξεφτίζει
δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί
δεν πήγα και δεν έφυγα
ποτέ μου δεν ανάσανα το χνώτο του
γιορτάζουν όμως μέσα μου
μεθυστκά οι ψυχές
οι μακρινές του μουσικές
τα φώτα
Μετά την καταστροφή το 1922, ο πατέρας μου ήρθε πάμπτωχος στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκε σκληρά,
έβγαλε λεφτά, αγάπησε, παντρεύτηκε,
χώρισε, δυστύχησε, έζησε πενήντα
χρόνια, δεν θέλησε όμως ποτέ για λίγο να ξαναγυρίσει στη μικρή πολιτεία, στο
χώμα που τον είχε γεννήσει. Έτσι εκείνος
έμεινε για πάντα με τη νοσταλγία για
μια πατρίδα που γνώριζε καλά ενώ εγώ με
τη νοσταλγία μια πατρίδα που ποτέ δεν
γνώρισα.
me sinkinise poli .giati tinhano na ime kai ego engonos apo kapius prosfiges tu salichli,,,
ΑπάντησηΔιαγραφή